«Ξεκουνούσαν οι πέτρες, άνθρωποι ανηφόριζαν τον εγκρεμό, ένα μαύρο σκυλί με κόκκινες βούλες φάνηκε, ξεγλωσσισμένο. Γέμισε το φαράγγι κυπαρίσσια και βάγια, σαν κοιμητήρι· και μια φωνή ακούστηκε γαληνή, ευχαριστημένη:
-Καλώς όρισες!
Στράφηκε γύρα η Μαγδαληνή:
-Ποιός μίλησε; Ποιός με καλωσορίζει;
-Εγώ.
-Ο Θεός! Σκεπάζω τα μαλλιά μου, κρύβω το στήθος μου, γύρνα πέρα το πρόσωπο σου, μή δεις τη γύμνια μου, Κύριε· ντρέπουμαι. Γιατί μ'έφερες στην άγρια ετούτη ερημιά; Πού βρίσκουμαι; δε βλέπω παρά κυπαρίσσια και βάγια.
-Ότι χρειάζεται· ο θάνατος και η αθανασία. Σ'έφερα, Μεγαλομάρτυσσα, εκεί που ήθελα· ετοιμάσου να πεθάνεις, Μαγδαληνή, να γίνεις αθάνατη.
-Δέ θέλω να πεθάνω, δέ θέλω να γίνω αθάνατη· να ζήσω ακόμα θέλω απάνω στης γής, κι ύστερα κάμε με στάχτη.
-Ένα καραβάνι φορτωμένο μπαχαρικά κι αρώματα ο θάνατος, μή φοβάσαι· ανέβα στη μaύρη καμήλα κι έμπα στην έρημο τ'ουρανού, Μαγδαληνή μου.
-Ω, ποιοί'ναι οι φρενιασμένοι ετούτοι στρατοκόποι πού ξεπρόβαλαν πίσω από τα κυπαρίσσια;
-Μή φοβάσαι, Μαγδαληνή, είναι οι αγωγιάτες μου· βάλε αντήλιο την απαλάμη· δέ βλέπεις τη μαύρη καμήλα που τραβούν, με το βελούδινο κοκκινο σαμάρι, να καβαλήσεις; Μή φέρεις αντίσταση.
-Κύριε, δέ φοβούμαι το θάνατο, μά με παίρνει το παράπονο, πρώτη φορά που αξιώθηκαν να'χουν το ίδιο στόμα η σάρκα κι η ψυχή μου, πρώτη φορά που φιλήθηκαν μαζί κι οι δυό-και να πεθάνω!
-Καλή η στιγμή ετούτη να πεθάνεις, Μαγδαληνή, καλύτερη δέ θα βρείς, μήν αντιστέκεσαι. -Ώ, τι'ναι οι φωνές, οι φοβέρες και τα χάχανα που ακούω; Κύριε, μή με παρατάς· Θα με σκοτώσουν!
Κι ακούστηκε από πολύ μακριά τώρα, γαληνή πάντα κι ευχαριστημένη, η φωνή:
-Έφτασες, Μαγδαληνή, στην πιο αψηλή χαρά της ζωής σου· παραπάνω δεν μπορείς· καλός ο θάνατος. Καλήν αντάμωση, Πρωτομάρτυσσα!
Χάθηκε η φωνή, κι από ένα απογύρισμα του φαραγγιού φάνηκε η τσούρμα- φρενιαμένοι λευϊτες και αιματολάφτες δούλοι του Καϊάφα, με μαχαίρια και μπαλτάδες. Είδαν τη Μαγδαληνή, χίμηξαν απάνω της μπαλτάδες, σκυλιά κι άνθρωποι.
-Μαρία Μαγδαληνή, πόρνη! ούρλιαζαν και χαχάριζαν.
Ένα σύννεφο μαύρο σκέπασε τον ήλιο, ο κόσμος θάμπωσε.
-Δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ! φώναζε η δύστυχη· ήμουν, δεν είμαι, σήμερα γεννήθηκα!
-Μαρία Μαγδαληνή, πόρνη!...»
«Ο τελευταίος πειρασμός»
Νίκος Καζαντζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου