«Τι είναι σχέση; Προς την κατεύθυνση ενός πατερικού θεολογικού ορισμού της σχέσης κινείται ο μαξιμιανός στοχασμός: «Σχετική ένωσις εστίν η τας διαφόρους γνώμας εις εν συνάγουσα θέλημα. Σχετική δέ διαφορά εστιν η το εν θέλημα γνώμης ετερότητι διατέμνουσα κίνησις» (PG 91,152 C.). Περαιτέρω διευκρινίζει: «Σχετική ένωσις εστι φιλική συνδιάθεσις η θελημάτων ομονοητική σύμπνοια και επίνευσις. Σχετική διαφορά έστι γνώμης ετερότης ή θελημάτων ανομοιότης ή διαίρεσις διαθέσεως» (PG 91,152 C.). Τα χωρία είναι εύγλωττα σε κάθε μή ανελλήνιστο αναγνώστη, γι'αυτό περιττεύει ο σχολιασμός εκ μέρους μας.
Ο Μάξιμος εφαρμόζει τη σχεσιακή οντολογία στη χριστολογία με τρόπο ρητό και απερίφραστο: «επειδή η ένωσις σχέσις εστί και ού πράγμα, σχέσις άρα και ού πράγμα η του Χριστού ενέργεια» (PG 91,340 D.). Η σχεσιακότητα διαστέλλεται απο την οντότητα και προτάσσεται της φυσικότητας. Η ενέργεια του Χριστού σχετίζει συμπαντικά, εφόσον η ένωση συνιστά την πεμπτουσία της Θεανδρικότητας που αίρει τον οντολογικό μεσότοιχο Θείου και ανθρωπίνου.
γ) Απο τον Δαμασκηνό στον Παλαμά. Η αποκορύφωση της Βυζαντινής Θεολογίας σημαίνει επίταση της σχεσιακής οντολογίας. Κάτι τέτοιο διαπιστώνεται απο τη σπουδή του απαράμιλλου δογματολόγου της Ορθοδοξίας, του Ιωάννη Δαμασκηνού (;675-749;). Στα περίφημα «Διαλεκτικά» του ανοίγει τη σχεσιακότητα στα «προς τι». Καταφεύγει στα παραδείγματα «υιός»- «πατήρ» ή «διδάσκαλος»- «μαθητής» (PG 94,628 D-629 A.).
Η ύπαρξη του ενός συνυπονοεί την ύπαρξη του άλλου. Μολονότι ονομάζεται ρητά ο ένας, ωστόσο εννοείται σιωπηρά κι ο άλλος. Λέγοντας «πατήρ» σημαίνουμε τον «υιό», αφού ο ένας είναι ανύπαρκτος χωρίς τον άλλο. Το ίδιο ισχύει με το άλλο παράδειγμα. Υπάρχει «διδάσκαλος» χωρίς «μαθητή» και αντιστρόφως; Η ύπαρξη είναι συνύπαρξη. Η μιά ύπαρξη (πατέρας ή διδάσκαλος) είναι ρητή, η άλλη (γιός, μαθητής) μένει άρρητη κι ωστόσο υφίσταται, γιατί μεσολαβεί σχεσιακότητα. Και καταλήγει: «η γαρ προς άλληλα σχέσις τά προς τί ποιεί» (PG 94,629 A.). Γι'αυτό υπάγει την ουσία στη σχέση: «χρή δε ειδέναι ότι και αυτή η ουσία, ως γένος και σχέσιν έχουσα προς έτερον, υπό τα προς τι ανάγεται» (PG 94,632 A.).
Άν αναζητούμε κάποιον εννοιολογικό προσδιορισμό του όρου «σχέσις», ο ακριβολόγος Δαμασκηνός θα μας πρόσφερε τον ακόλουθο: «Σχέσις δε λέγεται η τινά προς έτερον ή των κατ'ουσίαν ή των περί την ουσίαν κατ'ουσίαν κατηγορουμένων διάθεσις, ηγούν οικείωσις»(PG 94,632 C.). Και σε άλλη πάλι συνάφεια επιμένει: «Σχέσις εστίν η εγγύτης και η αγάπη, ηγούν φιλία και η κράτησις και η μετουσία και συνάφεια. Σχέσιν δε λέγομεν την προς τόδε συνάφειαν και συνήθειαν και διάθεσιν» (PG 94, 661 A.). Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε εδώ είναι να υπογραμμίσουμε τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο μεγάλος αυτός ποιητής της Θεολογίας για να δηλώσει τη σχέση, όπως οικείωσις, αγάπη, μετουσία κ.λ.π.
Αφήνουμε τα φιλοσοφικά κείμενα του, τα «Διαλεκτικά», στα οποία παραπέμπαμε ως τώρα, για να περάσουμε στα Θεολογικά έργα του και μάλιστα στην κλασική δογματική του, την «Έκδοσιν ακριβή της Ορθοδόξου πίστεως». Στην Τριαδολογία εφαρμόζει τη σχεσιακότητα των όρων «πατήρ»- «υιός» ως εξής: «Ού γαρ ήν ποτε ο Πατήρ, ότε ουκ ήν ο Υιός· αλλά άμα Πατήρ, άμα Υιός ο εξ αυτού γεγεννημένος· Πατήρ γαρ εκτός Υιού ούκ αν κληθείη. Ει δε ην μή έχων Υιόν, ούκ ην Πατήρ»(PG 94,812 A.).
Ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1359) ανακεφαλαιώνει την Ορθόδοξη Θεολογία μαζί με τη σχεσιακή οντολογία της. Μας είναι αρκετό να προσκομίσουμε μια εμφαντική ρήση του που δείχνει την αντιστροφή της προχριστιανικής ουσιοκρατίας σε εκχριστιανισμένη προσωποκρατία: «Και τω Μωϋσή δε χρηματίζων ο Θεός ούκ είπεν "εγώ ειμί η ουσία", αλλά εγώ ειμι ο ών· ού γαρ εκ της ουσίας ο ών, αλλά εκ του όντος η ουσία· αυτός γαρ ο ών όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι» (Γρηγορίου Παλαμά συγγράμματα, εκδ. Π.Χρήστου, Θεσ/νικη 1962,τόμ.1,666). Η ουσία διαστέλλεται απο το όν. Ο θεολόγος δεν αφήνει απαρατήρητη τη χρήση του όρου «ών» απο το βιβλικό συγγραφέα και τον ελληνομαθή μεταφραστή του εβραϊκού πρωτοτύπου. Με φιλοσοφική οξυδέρκεια προσέχει κάτι τέτοιο κι επισύρει τη δική μας προσοχή σε αυτό.
Δεν είναι άνευ σημασίας το ότι γίνεται αποφυγή του απροσώπου όρου «ουσία» και ταυτόχρονη προσφυγή στη λέξη «ο ών». Ο ών προέχει της ουσίας ή αν καταφεύγαμε σε σύγχρονη ορολογία δανεισμένη απο την οντολογία του υπαρξισμού, θα παραφράζαμε τον Σάρτρ στη ρήση: «Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας». Ο Χριστιανικός Θεός κατανοείται ως ύπαρξη που υπέρκειται της ουσίας. Δεν ισχύει πια η αρχαιοελληνική ουσιοκρατία (πρόταση της ουσίας πρό του όντος), αλλά καθιερώνεται η προσωποκρατία (προτεραιότητα του όντος έναντι της ουσίας). Άν ο προχριστιανικός ελληνισμός κινείται απο την ουσία στα όντα, ο εκχριστιανισμένος ελληνισμός κινείται απο τα όντα στην ουσία ή ορθότερα απο τον όντως Όντα στα όντα. Ο λόγος κατά του Παλαμά είναι η υπερουσιότητα του Θεού: ο όντως Ών δημιουργεί την ουσία των όντων, «όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι» κατά την προηγούμενη ρήση.
Μιά και είμαστε στο τέλος της ιστορικής πορείας της ελληνικής πατερικής θεολογίας, το 14ο αιώνα, αξίζει να θυμηθούμε την αρχή της, με τους απολογητές των τριών πρώτων αιώνων, που παρέπεμπαν σε αυτήν ακριβώς τη διαφορά ανάμεσα στην ουσία και τα όντα. Τόσο ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος όσο και ο Αθηναγόρας προέβαιναν σε ρητή αντιδιαστολή ανάμεσα στο απρόσωπο κι άσχετο «θείον» του ελληνισμού και στον προσωπικό «Θεόν» του Χριστιανισμού. Απο τη μιά προβάλλει το Θείο ως το «όν» στον Πλάτωνα κι απο την άλλη αναδύεται ο «ών» στον Μωϋσή. Ο Παλαμάς ανακεφαλαιώνει την αίσθηση της προσωποκρατίας σε ρητή διαστολή πρός την ουσιοκρατία συμπυκνώνοντας έτσι με το δικό του τρόπο την αναφορικότητα και τη σχεσιακότητα όλης της πατερικής Θεολογίας.
Η ουσία μπορεί να υπάρχει χωρίς τα όντα, αλλά τα όντα ποτέ δεν υφίστανται άσχετα μεταξύ τους ή ανούσια. Η προτεραιότητα της ουσίας (ουσιοκρατία) συνεπάγεται την αυτάρκεια και την αυθυπαρξία. Η προτεραιότητα των όντων (προσωποκρατία) σημαίνει την ύπαρξη ως συνύπαρξη καθιερώνοντας τη σχέση ως οντολογικό κατηγόρημα κι όχι απλώς ως κάποιο λογικό επίθεμα του όντος. Εάν βιασθούμε να απλοποιήσουμε το θέμα μας, θα ισχυριζόμασταν ότι για την ελληνική αντίληψη πρίν τον εκχριστιανισμό της ήταν δυνατόν να υπάρχουν άσχετες οντότητες, ενώ μετά τον εκχριστιανισμό της κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο κι αδιανόητο, αφού η ύπαρξη είναι συνύπαρξη, αλλιώς είναι ανύπαρκτη».
Ψυχολογία της Θρησκείας
Μάριος Μπέγζος
....για την ελληνική αντίληψη πριν τον εκχριστιανισμό της ήταν δυνατόν να υπάρχουν άσχετες οντότητες, ενώ μετά τον εκχριστιανισμό της κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο κι αδιανόητο, αφού η ύπαρξη είναι συνύπαρξη, αλλιώς είναι ανύπαρκτη». (ΠΑΤΗΡ ΥΙΟΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΠΝΕΥΜΑ, Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΑΧΩΡΙΣΤΗ ΚΑΙ ΟΜΟΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΕΝΩΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ... ΑΓΙΑ ΣΧΕΣΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΛΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ)
ΑπάντησηΔιαγραφή