«Η πατερική Θεολογία του ανατολικού Χριστιανισμού κατανόησε και διατύπωσε αυτό τον προβληματισμό με την οντολογική προτεραιότητα του όρου «σχέσις». Θα επισκοπήσουμε στη συνέχεια μερικές αντιπροσωπευτικές μαρτυρίες κορυφαίων εκπροσώπων της ελληνικής θεολογίας.
α) Απο τον Αθανάσιο στους Καππαδόκες. Μια απο τις πρώτες ρητές μαρτυρίες για του όρου «σχέσις» στην πατερική θεολογία του κρίσιμου απο κάθε άποψη 4ου αιώνα εντοπίζεται στον Αθανάσιο (295-373), όπου δηλώνεται: «το Θεός την φύσιν δηλοί · το δε Πατήρ την σχέσιν πρός τον Υιόν» (PG 28,1153 D.) και επεξηγεί παρακάτω: «το γαρ Θεός όνομα φύσεως εστί θεωρουμένης...το δε Πατήρ σχετικόν και το Υιός ομοίως» (PG 28,1292 B).
Η σχέση διαστέλλεται απο τη φύση σε ευθεία αντιστοίχηση προς τη διάκριση ανάμεσα σε Θεό και Πατέρα. Η Φύση ή Ουσία αφορά στη Θεότητα, ενώ η σχέση παραπέμπει στην πατρότητα, ιδίωμα προσωπικό και υποστατικό. Το «σχετικόν» εννοιολογείται ως το σχετιζόμενο και απομακρύνεται απο κάθε σχετικισμό, σχετικότητα ή σχετικοκρατία. Τα ονόματα με προσωπικό-υποστατικό περιεχόμενο παραπέμπουν στη σχέση, την αναφορά, χωρίς να θίγουν την απολυτότητα ή ανωτερότητα του όντος. Η σχεσιακότητα δεν αίρει την απολυτότητα, αλλά την προσανατολίζει σε μιάν άλλη ποιότητα.
Η κλασική διατύπωση στο θέμα μας ανήκει στο πρωτοκορυφαίο απο τους Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό τον Θεολόγο (330-390), που θεωρείται ως ο πιο φιλοσοφημένος και περισσότερα υπαρξιακά προσανατολισμένος απο τους εκπροσώπους της Ορθόδοξης Πατερικής Θεολογίας. Ας του παραχωρήσουμε το λόγο: «ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ώ σοφότατοι, ούτε ενεργείας, σχέσεως δε και του πώς έχει προς τον Υιόν ο Πατήρ ή ο Υιός προς τον Πατέρα» (PG 36,96). Δεν είναι ποτέ δυνατόν να διαφύγει της προσοχής μας ότι η «σχέσις» παραπέμπει στο «πώς», δηλαδή στον τρόπο υπάρξεως. Αυτό που προτάσσεται δεν είναι πια η ουσία, όπως ρητά δηλώνει ο Θεολόγος, αλλά η σχέση, ο τρόπος υπάρξεως, το πρόσωπο, η υπόσταση. Η σχεσιακότητα αναιρεί την απρόσωπη οντότητα. Η αναφορικότητα χρωματίζει τη Θεότητα κατά τρόπο αποφασιστικό και αναντίρρητο.
Η φιλοσοφία της σχέσεως αποβαίνει αναπόσπαστο προαπαιτούμενο της Ορθόδοξης Θεολογίας στην πατερική της κορύφωση κατά τον 4ο αιώνα σύμφωνα με πληθωρικές μαρτυρίες απο τον άλλο φιλοσοφημένο Καππαδόκη, τον Γρηγόριο Νύσσης (335-394). Δήλωνει ότι «πατέρα ημών τον Πατέρα τον εν τοίς ουρανοίς ακλείν προσετάχθημεν, αυτή πάλιν η σχετικόν σημασία» (PG 45,428 B.) και υπογραμμίζει: «η του πατρός κλήσις ουκ ουσίας έστι παραστατική, αλλά την προς τον Υιόν σχέσιν αποσημαίνει» (PG 45,473 B.). Το «Πατήρ» λειτουργεί κατά τρόπο σχεσιακό εντός της Τριάδος (σχέση Πατρός και Υιού) και εκτός αυτής (σχέση Θεού-ανθρώπου κατά την επίκληση της Κυριακής Προσευχής «Πάτερ ημών...»).
Η ονομασία της πηγής της Θεότητας με το «Πατήρ» επεισάγει την έννοια της σχέσης σε κάθε κατεύθυνση (ενδοτριαδικώς και εξωτριαδικώς, «θεολογικώς» και «οικονομικώς») Διερωτάται κανείς τι απομένει απο την Ορθόδοξη πατερική Θεολογία, εάν αφαιρεθεί απο αυτήν η φιλοσοφία της σχέσεως. Χωρίς την οντολογιακή σχεσιακότητα μοιάζει αδύνατο να διανοηθούμε την Ορθοδοξία των Πατέρων της Εκκλησίας.
β) Απο τα Αρεοπαγίτικα στον Μάξιμο. Όσο προχωρούμε στα ενδότερα της πατερικής Θεολογίας και βαδίζουμε πάνω στα ίχνη της περαιτέρω πορείας του εκχριστιανισμένου ελληνικού στοχασμού, τόσο περισσότερο και τόσο καθαρότερα διαφαίνεται η πρωτοκαθεδρία της σχέσης. Στην καμπή απο τον 5ο προς τον 6ο αιώνα καθομολογείται κάτι τέτοιο στα αρεοπαγίτικα κείμενα: «και γάρ εφ' ετέρων ζώων ουχ η σχέσις τούτων, αλλά η αναίρεσις έστι και φθορά τω ζώω και κακόν· η δε σχέσις σώζει και είναι ποιεί την ταύτα έχουσαν του ζώου φύσιν» (PG 3,725 AB).
Η σωτηρία συναρτάται πρός τη σχέση. Και σώος σημαίνει ακέραιος, ατόφιος, ολόκληρος, αυθεντικός, όντως ών. Η σχεσιακότητα καθορίζει την οντότητα και την αυθεντικότητα, την αληθινή ύπαρξη. Η σχέση προσδιορίζει τη φύση του όντος και με αυτή την έννοια η σχέση διαστέλλεται απο τη φύση για να εξαρθεί υπεράνω αυτής. Χωρίς σχέση δεν υπάρχει σωτηρία. Η φύση χρειάζεται τη ζωή, αλλά δεν αρκεί δίχως τη σχέση.
Άν μέχρι τώρα επιλέγαμε με ευκολία τις χαρακτηριστικότερες μαρτυρίες απο την πληθώρα των πατερικών κειμένων, απο εδώ και πέρα δεν μπορούμε να φανούμε τόσο φειδωλοί στις επιλογές μας, διότι πολλαπλασιάζονται οι τεκμηριωμένες αναφορές στο θέμα μας. Κάτι τέτοιο αποκαλύπτεται πρωταρχικά στον Μάξιμο τον Ομολογητή (580-662), ο οποίος ορίζει την πίστη με τρόπο σχεσιακό: «η πίστις δύναμις έστι σχετική η σχέσις δραστική της υπέρ φύσιν αμέσου του πιστεύοντος προς τον πιστευόμενον Θεόν τελείας ενώσεως» (PG 90, 1224 C). Όχι μόνο η σχέση γίνεται συνώνυμο της πίστης, αλλά εξαίρεται υπεράνω της φύσεως. Κοινός παρανομαστής ανάμεσα στην πίστη και στη σχέση είναι η ένωση με το Θεό. Πίστη είναι η δύναμη που σχετίζει τον άνθρωπο με το Θεό. Άν η φύση χωρίζει, η πίστη ενώνει. Η διαφορά στη φύση, θείο-ανθρώπινο, αίρεται απο την πίστη, που πραγματώνει την οντολογία της σχέσης στο πεδίο της Θεολογίας».
Ψυχολογία της θρησκείας
Μάριος Μπέγζος
Θα ακολουθήσει και μέρος τρίτο.
ΑπάντησηΔιαγραφή