Στην Ανατολή η ηθική είναι ιατρική, ιαματική και θεραπευτική. Η Θεολογία του Ορθόδοξου καθολικισμού αρνήθηκε τη δικανική σωτηριολογία του δυτικού χριστιανισμού. «Οι Έλληνες Πατέρες δεν αντιμετώπισαν, ως οι δυτικοί, υπό δικανικήν μορφήν το πρόβλημα της προπατορικής αμαρτίας...και δια τούτο ελλείπουσι παρ'αυτοίς τα εν τη Δύσει διαμορφωθέντα δικανικά σχήματα» (Ι. Καρμίρης, Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ 52,59,61,65-66, 72 επ, 102).
Η αμαρτία δεν θεωρήθηκε νομική παράβαση, αλλά ανθρώπινη αποτυχία, οντολογική αστοχία και αδυναμία επικοινωνίας με το Θεό, ασθένεια της ανθρώπινης φύσης με αποτέλεσμα την αποξένωση, την αλλοτρίωση και τη μοναξιά. Η σωτηρία δεν έγινε νοητή ως ικανοποίηση της Θείας Δίκης ή ως αίσια έκβαση κάποιας ποινικής διαδικασίας, αλλά ως οντολογική ολοκλήρωση, υπαρξιακή αρτίωση και αναγωγή του κατακερματισμένου ανθρώπου στην ολότητα της επικοινωνίας του με το Θεό και το συνάνθρωπο του.
Η Μετάνοια, η Εξομολόγηση και τα επιτίμια χρωματίζονται περισσότερο απο την ιατρική νοοτροπία και ελάχιστα απο τη νομική ορολογία. Η Εκκλησία μοιάζει με ιατρείο ψυχών και σωμάτων παρά με δικαστήριο αμαρτωλών. Ο εξομολόγος, ο «πρεσβύτερος της μετανοίας» είναι ο «πνευματικός πατήρ» ή ο «γέροντας» που θεραπεύει και όχι ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας, ο οποίος δικάζει και καταδικάζει.
Η πληθωρική και κεντρική παρουσία της ιαματικής ορολογίας που χρησιμοποιείται απο την Ανατολική Θεολογία διαπιστώνεται απο μια προσεκτική μελέτη των πηγαίων κειμένων της ασκητικής και κανονικής παράδοσης του Ορθοδόξου Καθολικισμού. Οι ιεροί κανόνες υπάρχουν «προς ψυχών θεραπείαν και ιατρείαν παθών» (Β' Κανών Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου). Ο επίσκοπος προσωποιεί την κανονική τάξη ασκώντας την «αυθεντίαν της φιλανθρωπίας» (ΙΣΤ Κανών Δ Οικουμενικής Συνόδου).
Η Πατερική Θεολογία θεωρεί ότι «νενόσηκεν ούν η (ανθρωπίνη) φύσις τη αμαρτία...ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν, εισέδυ τε ούτως αυτήν τα πάθη» (Κύριλλος Αλεξανδρείας, PG 74,789 A). Η Ανατολική Εκκλησιαστική γραμματεία παρατηρεί ότι είναι «σύγνωστον γαρ, ού τιμωρητόν η ασθένεια» (Μάξιμος Ομολογητής, PG 91,716 C..). και τονίζει ότι «ο Θεός ού κολάζει τινά εν τω μέλλοντι, αλλά έκαστοςεαυτόν δεκτικόν ποιεί της μετοχής του Θεού» (Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 1545 D).
Η ασκητική γραμματεία περιγράφει την κόλαση ως εξής: «ούκ εστί πρόσωπον πρός πρόσωπον θεασάσθαι τινά, αλλά το πρόσωπον εκάστου προς τον έτερον νώτον κεκόλληται» (Μακάριος Αιγύπτιος, PG 65, 290 B). Περιττεύει βέβαια να υπενθυμίσουμε την ανυπαρξία «καθαρτηρίου», αξιομισθών και χρηματικής εξαγοράς των αμαρτιών στην Ανατολική Θεολογία. Στη βυζαντινή ηθική δεν υπάρχουν κατάλογοι αμαρτιών ούτε διαβάθμιση τους σε θανάσιμες και μή. Πηγή της αμαρτίας θεωρείται η φιλαυτία. Θανάσιμη κρίνεται μόνο η αμετανόητη αμαρτία, αφού η αμετανοησία είναι χειρότερη απο την αμαρτία. Η νομική ορολογία δεν αντιφάσκει προς την ιατρική νοοτροπία, διότι η χρήση τεχνικών όρων νομικής χροιάς στα κείμενα της Ανατολικής σωτηριολογίας ερμηνεύεται απο το γενικότερο και θεμελιωδέστερο πλαίσιο της, που είναι θεραπευτικό και ιαματικό.
Οι συνέπειες της διαφοροποίησης της χριστιανικής ηθικής σε δυτική-νομική και σε ανατολική-ιατρική εκδοχή φαίνονται στην πορεία της εκκκοσμίκευσης. Στην καθημερινότητα του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού αποδοκιμάζεται η νομική εκδοχή της χριστιανικής εκδοχής. Με την εκκοσμίκευση καταγγέλεται ακριβώς η δικανική σωτηριολογία. Κρίνοντας την παραπάνω εξέλιξη πο τη σκοπία της Ανατολικής Θεολογικής Παράδοσης οφείλουμε να αναγνωρίζουμε δύο στοιχεία:
α) Καταρχήν δικαιώνεται η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφική ηθική στη διαμαρτυρία της ενάντι στη Νομική χριστινική ηθική. Λειτουργεί απελευθερωτικά και καθαρτικά καταγγέλοντας μια προβληματική πτυχή της χριστιανικής παράδοσης στη Δύση, που δεν ισχύει όμως για την Ανατολή.
β) Το ατόπημα της εκκομίσκευσης εντοπίζεται στην αδυναμία της να διακρίνει μεταξύ του γνήσιου πυρήνα κι του κίβδηλου φλοιού της χριστιανικής ηθικής. Επίσης επικεντρώνεται στη διδασκαλία της να διαφοροποιήσει τη δυτική-νομική ηθική απο την ανατολική-ιατρική ηθική. Η ψυχαναλυτική κριτική της θρησκείας θα περίττευε, αν στη μεσαιωνική Δύση ίσχυει η ιαματική ηθική της Ανατολικής Εκκλησίας. Στο μεσαιωνικό κοσμοείδωλο προτιμώνται η ολότητα και η καθολικότητα, ενώ παραθεωρούνται η ατομικότητα, η ιδιαιτερότητα και η ελευθερία. Αντίθετα στους Ν. Χρόνους θ προταχθεί η ατομικότητα και στο βωμό της θα θυσιασθούν η καθολικότητα και η ενότητα. Με αυτόν το τρόπο όμως θα κερδηθεί η ελευθερία και θα χαθεί η ενότητα. Ο άνθρωπος ως άτομο θα αναδειχθεί σε οντότητα μοναδική και μοναχική. Έτσι θα έλθει η «περίοδος της μεγάλης απομόνωσης». Ο μεσαιωνικός άνθρωπος αντάλλαξε την ελευθερία του με την ενότητα. Ο νεώτερος άνθρωπος έκανε την αντίθετη επιλογή: Προτίμησε την ελευθερία του και θυσίασε την ενότητα. Επειδή ακριβώς στο Μεσαίωνα προβαλλόταν η ενότητα, γι'αυτό προτασσόταν η θρησκεία, η κατεξοχήν εγγύηση της ενότητας. Όταν όμως στους Ν. Χρόνους προτιμήθηκε η ατομική ελευθερία αντί για την ενότητα, τότε πια η θρησκεία πέρασε στο περιθώριο της ιστορικής πραγματικότητας. Αφού η ενότητα υποτιμήθηκε, τότε και η θρησκεία ως η πιστότερη έκφραση της συμπαρασύρεται στη γενικότερη υποτίμηση του κοινωνικού σώματος.
Στο σύγχρονο πολιτισμό κερδίζεται η ελευθερία και χάνεται η ενότητα. Με την εκκοσμίκευση και την εξατομίκευση της ζωής ο άνθρωπος απελευθερώνεται και απομονώνεται. Το βαρύτατο τίμημα της ατομικής ελευθερίας είναι η μοναξιά, η αποξένωση και η αλλοτρίωση. Φαίνεται πια ολοκάθαρα ότι το καίριο μεταφυσικό πρόβλημα του μουντέρνου ανθρώπου δεν είναι ούτε η απόκτηση της ελευθερίας του μόνο ούτε η αποφυγή της απομόνωσης του απλώς, αλλά κάτι περισσότερο, πιό δύσκολο και πιό πολύ σύνθετο. Κι αυτό είναι ο συνδυασμός της ελευθερίας και της ενότητας, η συνάρτηση της ατομικότητας και της κοινωνικότητας, η σύνθεση της αυτονομίας και της συμβίωσης. Το αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου δεν είναι η ύπαρξη, αλλά η συνύπαρξη, όχι απλώς η ατομική επιβίωση, αλλά η κοινωνική συμβίωση. Ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός παραπαίει ανάμεσα στην ανελεύθερη ενότητα του Μεσαίωνα και στη μοναχική ελευθερία του ατόμου στους Ν. Χρόνους. Το πολωτικό δίλλημα του δυτικοευρωπαίου είναι η επιλογή: ανελεύθερη θρησκεία ή άθρησκη ελευθερία; Η τραγωδία του δυτικού χριστιανισμού συνίσταται σε αυτό ακριβώς το σημείο, ότι δηλαδή η μια επιλογή οδηγεί στην άλλη χωρίς επιστροφή όμως. Ο μεσαιωνικός άνθρωπος υποφέρει απο την ανελεύθερη θρησκεία. Γι'αυτό επαναστατεί και στην εκκομίσκευση που οδηγείται στην άλλη επιλογή, που είναι η άθρησκη ελευθερία των Ν. Χρόνων. Ακόμα κι όταν καταφανούν τα αδιέξοδα της εκκοσμίκευσης εξαιτίας της άθρησκης ελευθερίας, σε αυτή πια την περίπτωση ο άνθρωποις των μοντέρνων καιρών δεν επιστρέφει πίσω στην ανελεύθερη θρησκεία του παρελθόντος, αλλά παραμένει κυριολεκτικά άπορος, χωρίς ελπίδα και δίχως Θεό («ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ» Εφεσ. 2.12) Η ανελεύθερη θρησκεία στο Μεσαίωνα και η άθρησκη ελευθερία στους Ν. Χρόνους συνιστούν τις συμπληγάδες του δυτικού χριστιανισμού.
Παραμένει αναπάντητο το θεμελιακό μεταφυσικό αίτημα του ανθρώπου για ελευθερία χωρίς μοναξιά, για κοινωνία δίχως ανελευθερία, για δεσμούς που δεν καταντούν δεσμά, για την αυθεντική σύνθεση της ατομικότητας με την κοινωνικότητα, της ύπαρξης με τη συνύπαρξη, της επιβίωσης με τη συνύπαρξη, της επιβίωσης με τη συμβίωση. Υπάρχει δυνατότητα να βρεί ικανοποιητική απάντηση σ'αυτό το ερώτημα; Σίγουρα υπάρχει μια κάποια ιστορική πραγματικότητα, η οποία ενδέχεται να τροφοδοτήσει στο μέλλον μια δυνατότητα απάντησης στο παραπάνω ερώτημα. Η ιστορική πραγματικότητα, που εννοούμε, είναι ο Ανατολικός Χριστιανισμός στα πλαίσια της Καθολικής Ορθοδοξίας, όπως εκφράσθηκε απο τη Θεολογική παράβαση μίας χιλιετίας απο τους Καππαδόκες του 4ου αιώνα μέχρι τους Ήσυχαστές του 14ου αιώνα. Σε αυτή την παράδοση ισχύει μια εντελώς διαφορετική μεταφυσική, στην οποία ανιχνεύουμε την «άλλη» λύση, μιά «τρίτη» διέξοδο, μιάν εναλλακτική στάση ζωής. Πρόκειται για την προσωκρατία («περσοναλισμός»). Στην Ανατολική προσωποκρατία προτάσσεται η οντολογική κατηγορία «πρόσωπο» απέναντι στην ουσία ή στο άτομο. Με αφετηρία την Τριαδολογία, ανατολική παράδοση προτάσσει το πρόσωπο-υπόσταση απέναντι στην ουσία-φύση του Θεού (σε ρητή διαστολή προς τη λατινική θεολογία του δυτικού μεσαιωνικού χριστιανισμού). Έτσι δίδεται προτεραιότητα στο πρόσωπο αντί στην ουσία. Με αυτό τον τρόπο ανατρέπονται αφετηριακά η ανελεύθερη θρησκεία και η άθρησκη ελευθερία, η απρόσωπη κοινωνία και το ακοινώνητο άτομο. Με δυό λόγια, χάρη στη μεταφυσική του ανατολικού χριστιανισμού δεν διαδραματίζεται η τραγωδία του δυτικού χριστιανισμού απο το Μεσαίωνα ως τους Ν. Χρόνους.
Η προσωποκρατική μεταφυσική συνθέτει αντίθετα στοιχεία. Το θεμελιακό μεταφυσικό αίτημα της σύνθεσης ανάμεσα στην ατομικότητα και την κοινωνικότητα αντιμετωπίζεται με τον ακόλουθο τρόπο. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο είναι μια οντότητα που υπάρχει σε σχέση με το περιβάλλον της και επί-κοινωνία με το «άλλο» της (είτε αυτό λέγεται Θεός, είτε λέγεται συνάνθρωπος, είτε κόσμος κ.ο.κ.). Επομένως ο άνθρωπος δεν είναι το ακοινώνητο άτομο των Ν. Χρόνων ούτε όμως ανέχεται μιάν απρόσωπη κοινωνία μεσαιωνικού τύπου. Η χριστιανική πίστη είναι εγγύηση της ελευθερίας, γι'αυτό μέσα στα πλαίσια της προσωποκρατικής μεταφυσικής δεν νοείται η ανελεύθερη θρησκεία του μεσαιωνικού ρωμαιοκαθολικισμού ούτε πάλι υπάρχει λόγος να οδηγηθούμε στον άλλο πόλο, δηλδή την άθρησκη ελευθερία με τη νεώτερη δυτικοευρωπαϊκή εκκοσμίκευση. Σύμφωνα με την προσωποκρατική αντίληψη ο άνθρωπος ελευθερώνεται μόνο όταν ενώνεται. Η ελευθερία είναι ο υπέρτατος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά δεν είναι ο μοναδικός. Η Ελευθερία συνυπάρχει με την αγάπη, δηλαδή τη σχέση, την επί-κοινωνία, τη συμ-μετοχή και την ενότητα. Η διαλεκτική της ελευθερίας και της αγάπης μπορούν να δώσουν απάντηση στο θεμελιακό μεταφυσικό πρόβλημα του ανθρώπου. Τόσο η ανελεύθερη αγάπη όσο και η ανέραστη ελευθερία είναι απαράδεκτες καταστάσεις, κυριολεκτικά απάνθρωπες συνθήκες, γιατί προϋποθέτουν την πόλωση και το διαζύγιο της αγάπης απο την ελευθερία.
Η ενότητα χωρίς ελευθερία θεμελιώνει την απρόσωπη κοινωνία και την ανελεύθερη θρησκεία του μεσαιωνικού κοσμοειδώλου. Απο την άλλη πλευρά η ελευθερία χωρίς ενότητα οδηγεί στο ακοινώνητο άτομο και την άθρησκη ελευθερία του εκκοσμικευμένου πολιτισμού στους Ν. Χρόνους. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ελεύθερος χωρίς να μείνει μόνος, όταν κατανοήσει την οντότητα του ως πρόσωπο (και όχι ως άτομο). Έτσι το πρόσωπο θα μάθει ότι δεν υπάρχει απλώς, αλλά συνυπάρχει κυρίως, όχι για να επιβιώνει ατομικά αλλά για να συμβιώνει κοινωνικά.
Ψυχολογία της Θρησκείας
Μάριος Μπέγζος
Θεού θέλοντος, θα ακολουθήσει και δεύτερο άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή