«Δείξτε» γράφει, «σ’έναν Ρώσο μαθητή που δεν έχει ιδέα από αστερισμούς το χάρτη τ’ουρανού κι αυτός αύριο κιόλας θα σας τον επιστρέψει διορθωμένο» (1) .
Θεία Ευχαριστία, επίσκοπος και εκκλησία είναι τρία πράγματα που όχι μόνο συνδέονται οργανικά αλλά συνάμα ταυτίζονται. Όταν κάνω λόγο για οργανική ενότητα και ταύτιση, δεν πρέπει ο αναγνώστης να φέρνει στο νου του αφηρημένες εικόνες ή σχήματα θεωρίας που έλαβαν χώρα σε μια «αποστατημένη» περίοδο της εκκλησίας και της κτίσης, αλλά για μία αρχέγονη αλήθεια (εδώ ο αναγνώστης πρέπει να εστιάσει στην εικόνα της εκκλησίας και στα δόγματα της Αλήθειας που ως ζωντανός οργανισμός φέρει) που ενώ η καταγωγή της θα μπορούσε να χρονολογηθεί από την αρχή της δημιουργίας σε μια αρραγή ιστορική ενότητα ωστόσο εκδηλώνεται ιστορικά και με μία δυναμική εξέλιξη στη φύση και στην ιστορία απ την ημέρα της πεντηκοστής απ όπου η εκκλησία φανερά και δημόσια εκδηλώνεται στον κόσμο.
Το κωμικό και συγχρόνως τραγικό που διαδραματίζεται σ’ αυτούς τους επικίνδυνους χώρους είναι η προσπάθεια των ομιλητών να πείσουν και να σαγηνεύσουν το κοινό που τους αφουγκράζεται, ότι το σύνολο ιδεών ενός ορισμένου θέματος έχει ως πυρήνα την θεοπνευστία και την αποκάλυψη του Θεού που εκδηλώνεται με χαρισματικό τρόπο στο νου και την καρδιά του κήρυκα. Φυσικά για αμφισβήτηση ουδέν λόγος γίνεται εκτός αν ο κήρυκας καινοτομεί σε βασικές αλήθειες που πρεσβεύει η ομολογία της ομάδας στην οποία ως μέλος και ο ίδιος, ζει, κινείται και πορεύεται. Έτσι, ο επινίκιος ύμνος για την αξία της ομιλίας που διαδραματίζεται στα κλειστά πλαίσια της χαρισματικής ομάδας θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος.
Τι γίνεται όμως στη περίπτωση που ένας ώριμος μελετητής και ερευνητής διαπιστώσει ότι ο άξονας μιας Α ή Β διδασκαλίας είναι ένας επιπεδόκυρτος κορμός με θεωρήματα άκρως επικίνδυνα για την ψυχοσωματική ενότητα του Προσώπου;
Ο παρατηρητής αυτός δεν θα αργήσει να αντιληφθεί και να επισημάνει τα τραγικά λάθη σε έννοιες και σχήματα που ο αφιλοσόφητος βιαστής θυσιάζει στο βωμό της άγνοιας και της πλάνης ενώ ταυτόχρονα θα έρθει σε αμηχανία διότι δεν θα γνωρίζει πως θα μπορέσει να χορηγήσει τα κατάλληλα φάρμακα σ’έναν οργανισμό που νοσεί και αντάμα είναι μεταδοτικός σε αδύναμους οργανισμούς. Τα παραδείγματα που θα μπορούσα να αναφέρω είναι πολλά και τολμώ να πω αναρίθμητα. Γι’αυτό θα περιοριστώ απλά να κατονομάσω ορισμένες παρανοήσεις που αλλοτριώνουν το πραγματικό περιεχόμενο δημιουργώντας μια νέα κατάσταση με συνήγορο την αποκάλυψη, την Αλήθεια του Ευαγγελίου, παραπέμποντας σε αλλοτινούς καιρούς, σφαίρα κι αυτοί μιας νοσηρής αλήθειας και πράγματι κωμικής. Δεν θα ήταν καθόλου άτοπο θεολογικά και ιστορικά να ισχυριστώ ότι ο νέο-προτεστάντης αλπινιστής έχει δημιουργήσει ένα δικό του ευαγγέλιο ασχέτως αν αυτός ισχυρίζεται το αντίθετο!!!
Δόγμα, Εκκλησία, Θρησκεία, Μυστήρια, Φιλοσοφία (ιστορία και συμβολή), Λόγος Θεού, προϋποθέσεις ορθής Θεολογίας, Θεολογία, Ιερά Παράδοση, είναι μόνο λίγα παραδείγματα που όπως προανέφερα, οι αλπινιστές όχι μόνο αγνοούν ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ αλλά τολμούν και να ερμηνεύσουν ωσάν να κατέχουν τα κατάλληλα εφόδια για ένα τέτοιο επιχείρημα. Ειλικρινά δεν ξέρω πως ένας ενημερωμένος Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορεί ή αν θα πρέπει να τους αντιμετωπίσει. Ίσως μια λύση θα ήταν οι θεολόγοι να πετάξουν τα πτυχία τους, οι καθηγητές να παραιτηθούν, οι δογματολόγοι και οι πατρολόγοι να σκίσουν τα βιβλία τους και τις διδακτορικές διατριβές τους, διότι οι ορδές των αναγεννημένων σαρώνουν οτιδήποτε βρίσκεται απειλητικά μπροστά τους επιστρατεύοντας πάντα και με ανήθικο τρόπο (άραγε με ποια ιδιότητα;) διάφορα χωρία της Γραφής για να τονίσουν ότι δεν υφίσταται κάποια ανάγκη μορφής γνώσεως, ταυτίζοντας λίγο έως πολύ τους εαυτούς τους με τους δώδεκα αποστόλους…
Σ’αυτό το σημείο δεν νομίζω ότι χρειάζεται περαιτέρω να σχολιασθεί το ολίσθημα ενός οπαδού που επικοινωνεί μόνο με συνθήματα. Είναι επίτευγμα καθαρά δικό του και συνοδοιπόρος στην αφροσύνη και τον άκρατο ενθουσιασμό δεν θα βρει κανέναν από μας.
Για την Θεία Ευχαριστία καθώς και την άρρηκτη ενότητα της με το πρόσωπο του επισκόπου (ένα θέμα άγνωστο για το σύνολο των νέο-προτεσταντών αλλά συνάμα και ένα θέμα πολύ σοβαρό που αν δεν μελετηθεί ορθά σε όλες τις προεκτάσεις του, οι θεολογικές συνέπειες θα είναι άκρως επικίνδυνες, καθότι η διχοτόμηση από την ορθή θεολογία θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη) και φυσικά με την Εκκλησία, επιστρατεύω ένα απόσπασμα από τη διδακτορική διατριβή του Περγάμου κ. Ζηζιούλα:
«Διεμορφώθη, ούτω, κατά την εποχήν ταύτην σαφώς η συνείδησις, ότι η «καθολική εκκλησία» αποτελεί έννοιαν περιλαμβάνουσαν απαραιτήτως εκτός της Ορθοδοξίας και την κυρίως εκκλησιαστικήν, ήτοι λειτουργικήν, κοινωνίαν. Δια τούτο ο Ωριγένης ομιλεί εις τα συγγράμματα του περί δύο ομάδων εν τω Χριστιανισμώ, τας οποίας και αντιπαρατάσσει προς αλλήλας: οι μεν καλούνται «εκκλησιαστικοί», οι δε «οι από των αιρέσεων», θεωρεί δε καύχημα του ότι δεν ανήκει απλώς εις την ομάδα των «χριστιανών», αλλά των «εκκλησιαστικών». Ο ανήκων εις την ομάδα των αιρετικών καλεί εαυτόν «χριστιανόν» («professione quidem christianus est, intellectu autem fidei haereticus et perversus est”), ενώ αντιθέτως ο «εκκλησιαστικός» δεν καλείται απλώς «χριστιανός» αλλά και «καθολικός»: “fidei credulitate et professione nominis christianus est et catholicus”. «Εκκλησιαστικός» και «καθολικός» ταυτίζονται και το εν ερμηνεύει το άλλο. Ο «αιρετικός» μαχόμενος τον «εκκλησιαστικόν» μάχεται τον «καθολικόν», ως άλλοτε ο Αιγύπτιος και εκ μητρός μόνον Ισραηλίτης εμάχετο τον γνήσιον Ισραηλίτην: «adversus ecclesiasticum, adversus catholicum litigat». Ο ταυτισμός ούτως «εκκλησιαστικού» και «καθολικού» αποτελεί χαρακτηριστικόν δείγμα της χρήσεως του όρου «καθολική εκκλησία» προς δήλωσιν ήδη της «εκκλησιαστικής κοινωνίας» ουχί μόνον εν τη πίστει, αλλά και εν τη Θεία Ευχαριστία. Ως μαρτυρεί μεταγενέστερον κείμενον, το οποίον εν τούτοις απηχεί αρχαιοτέρας καταστάσεις, δια την είσοδον ξένων εις τινά παροικίαν δεν ήρκει να ερωτηθούν, εάν ήσαν «πιστοί», αλλά και εάν ήσαν «εκκλησιαστικοί», ήτοι εν τακτική κοινωνία μετά της Καθολικής Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικόν παράδειγμα της συνδέσεως Ευχαριστίας και Ορθοδοξίας κατά τας αρχάς του γ’ αιώνος αποτελεί και το προσφάτως ανακαλυφθέν, λίαν ενδιαφέρων δια την ιστορίαν του Δόγματος και της Λειτουργίας, κείμενον του Πάπυρου Toura επιγραφόμενον «Ωριγένους διάλεκτοι προς Ηρακλείδιν και τους συν αυτώ επισκόπους [περί π(ατρός) κ(αί) υ(ίου) κ(αί) ψυχής]» εκδοθέν τω 1949 υπό J. Scherer. Πρόκειται περί του κυριωτέρου μέρους των Πρακτικών επισκοπικής συνόδου, περιλαμβάνοντος και την συζήτησιν μεταξύ Ωριγένους και επισκόπου τινός Ηρακλείδου, του οποίου αι ιδέαι είχον προκαλέσει την σύγκλησιν της συνόδου. Εκείνο το οποίον ενέχει σημασίαν δι’ ημάς ενταύθα είναι ότι κατά την συζήτησιν περί της σχέσως του Υιού προς τον Πατέρα ο Ωριγένης αναφέρεται εις την ευχήν της Ευχαριστίας, δια να τονίσει ότι το περιεχόμενο της ευχής και το περιεχόμενον της πίστεως πρέπει να ευρίσκωνται εις απόλυτον αρμονίαν. Η σχέσις του Υιού προς τον Πατέρα είναι σχέσις ενότητος της φύσεως εν τη διακρίσει των προσώπων, διό και η «προσφορά (της Ευχαριστίας) γίνεται Θεώ Παντοκράτορι δια Ιησού Χριστού ως προσφόρου (η προσφέρουσα) τω Πατρί την θεότητα αυτού, μη δίς αλλά Θεώ δια Θεού προσφορά γινέσθω…» (2,24. Ενθ.αν.σ.62). Ούτω, η Ορθόδοξος πίστις και η ευχαριστιακή προσφορά, ήτις πιθανώτατα και προεκάλεσε την συζήτησιν, ευρίσκονται εις αμοιβαίαν εξάρτησιν, εκ της αρμονίας δε των δύο εξαρτάται και η ενότης της Εκκλησίας εις τρόπον, ώστε οιοσδήποτε , είτε επίσκοπος είναι ούτως είτε πρεσβύτερος, διαφωνών «ουκ εστίν επίσκοπος, ουκ εστίν πρεσβύτερος, ουδέ λαϊκός, ει διάκονος, ουκ εστίν διάκονος, ουδέ λαϊκός, ει λαϊκός εστίν, ουκ εστίν λαϊκός ουδέ συνάγεται (τ.ε. δεν μετέχει της ευχαριστιακής συνάξεως)» (5,5. Ενθ’ αν. σ.64).
Η τοιαύτη διαμόρφωσις της συνειδήσεως περί καθολικότητας της Εκκλησίας διά της οριστικής πλεόν συνενώσεως της ευχαριστιακής κοινωνίας μετά της Ορθοδοξίας απεικονίζεται σαφώς εις τον τρόπον, δια του οποίου η Εκκλησία της εξεταζομένης περιόδου εξέθετε την φύσιν του επισκοπικού θεσμού. Παλαιότερον, ως είδομεν, ο επισκοπικός θεσμός συνεδέετο εν αρχή μεν κυρίως μετά της Θείας Ευχαριστίας (Κλημης Ρώμης, Ιγνάντιος), αργότερον δε κυρίως και μετ’ εμφάσεως μετά του διδακτικού του έργου (Μαρτ. Πολ. Ηγήσιππος, Ειρηναίος). Κατά τας αρχάς του ΄γ αιώνος αμφότερα τα στοιχεία ταύτα συνενούνται εις εν και ο Επίσκοπος αποτελεί σαφώς την ταυτόχρονον έκφρασιν αμφοτέρων. Τούτο απεικονίζεται εις το πολυτιμότατον δια την Ιστορίαν κείμενον της εποχής ταύτης, την «Αποστολικήν Παράδοσιν» του Ιππολύτου. Προσεκτική εξέτασις των μαρτυριών, τας οποίας δίδει περί του Επισκόπου το κείμενον τούτο, μας πληροφορεί, ότι ο Επίσκοπος, όστις ήτο διά την Εκκλησίαν αυτού alter Christus και alter apostolus, συγκεντρώνει εν εαυτώ την εξουσίαν τόσον του «ποιμαίνειν την ποίμνην» της Εκκλήσίας του, ήτοι του διδάσκειν αυθεντικώς τα μέλη αυτής, όσον και του «προσφέρειν σοι τα δώρα της αγίας σου Εκκλησίας», ήτοι του τελείν την Θείαν Ευχαριστίαν. Ούτω, περί τας αρχάς του γ΄ αιώνος και υπο την πίεσιν της αιρέσεως, η οποία έτεινεν ήδη να περιβληθή τον εκκλησιαστικόν μανδύαν, η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά της ενότητας εν τη Ορθοδοξία, ενώ ο Επίσκοπος καθίσταται σαφώς διά της χειροτονίας του ο διάδοχος των Αποστόλων τόσον εν τη προσφορά της Ευχαριστίας όσον και εν τη διαφυλάξει της Ορθοδοξίας (2).
Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, διαβάζοντας την παραπάνω εργασία, ότι δεν επιδιώκω να δώσω απαντήσεις σε παγιωμένες έως απολιθωμένες θέσεις, ενός πουριτανού αλπινιστή οπαδού (άλλωστε δεν αναζητώ αυτούς), αλλά να παρακινήσω σε έρευνα και μελέτη έναν προτεστάντη που η καρδιά του ακόμα χτυπά και δεν παραδόθηκε εξ ολοκλήρου στα χέρια της ανελεύθερης ηγεσίας. Σ’εκείνον που τα παράθυρα και οι θύρες του σπιτιού είναι ακόμα ανοιχτά και οι ακτίνες του ήλιου τολμούν να φωτίσουν το χώρο που της δίνει και για όσο επιτρέπει ο κύρης του σπιτιού. Ελπίζω, εύχομαι και προσεύχομαι, να ανοίξουν διάπλατα όλα τα παράθυρα και να κατοικήσει το Φώς του Χριστού σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις όπως το πρωινό τραγούδι ενός πουλιού σε μια όμορφη από χρώματα και άνθη επαρχιακή πόλη».
1: Ντοστογιέβσκη, «οι αδελφοί Καραμάζωφ», Γ’ τόμος
2: Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, Περγάμου κ. Ζηζιούλα
Θεία Ευχαριστία, επίσκοπος και εκκλησία είναι τρία πράγματα που όχι μόνο συνδέονται οργανικά αλλά συνάμα ταυτίζονται. Όταν κάνω λόγο για οργανική ενότητα και ταύτιση, δεν πρέπει ο αναγνώστης να φέρνει στο νου του αφηρημένες εικόνες ή σχήματα θεωρίας που έλαβαν χώρα σε μια «αποστατημένη» περίοδο της εκκλησίας και της κτίσης, αλλά για μία αρχέγονη αλήθεια (εδώ ο αναγνώστης πρέπει να εστιάσει στην εικόνα της εκκλησίας και στα δόγματα της Αλήθειας που ως ζωντανός οργανισμός φέρει) που ενώ η καταγωγή της θα μπορούσε να χρονολογηθεί από την αρχή της δημιουργίας σε μια αρραγή ιστορική ενότητα ωστόσο εκδηλώνεται ιστορικά και με μία δυναμική εξέλιξη στη φύση και στην ιστορία απ την ημέρα της πεντηκοστής απ όπου η εκκλησία φανερά και δημόσια εκδηλώνεται στον κόσμο.
Η αφιλοσόφητη θεωρία των νέο-προτεσταντών του Ελλαδικού χώρου, η κακή προαίρεση και η άγνοια βασικών αληθειών και γεγονότων, αποτελεί όχι μόνο ένα κακό σύμβουλο για περαιτέρω ανάπτυξη και έρευνας του αντικειμένου για το οποίο θα μιλήσω αλλά συνάμα μια απαίδευτη φιλοσοφία με αποτελέσματα άκρως επικίνδυνα για τον σημερινό άνθρωπο που ψάχνει απαντήσεις για τα υπαρξιακά του ερωτήματα.
Το κωμικό και συγχρόνως τραγικό που διαδραματίζεται σ’ αυτούς τους επικίνδυνους χώρους είναι η προσπάθεια των ομιλητών να πείσουν και να σαγηνεύσουν το κοινό που τους αφουγκράζεται, ότι το σύνολο ιδεών ενός ορισμένου θέματος έχει ως πυρήνα την θεοπνευστία και την αποκάλυψη του Θεού που εκδηλώνεται με χαρισματικό τρόπο στο νου και την καρδιά του κήρυκα. Φυσικά για αμφισβήτηση ουδέν λόγος γίνεται εκτός αν ο κήρυκας καινοτομεί σε βασικές αλήθειες που πρεσβεύει η ομολογία της ομάδας στην οποία ως μέλος και ο ίδιος, ζει, κινείται και πορεύεται. Έτσι, ο επινίκιος ύμνος για την αξία της ομιλίας που διαδραματίζεται στα κλειστά πλαίσια της χαρισματικής ομάδας θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος.
Τι γίνεται όμως στη περίπτωση που ένας ώριμος μελετητής και ερευνητής διαπιστώσει ότι ο άξονας μιας Α ή Β διδασκαλίας είναι ένας επιπεδόκυρτος κορμός με θεωρήματα άκρως επικίνδυνα για την ψυχοσωματική ενότητα του Προσώπου;
Ο παρατηρητής αυτός δεν θα αργήσει να αντιληφθεί και να επισημάνει τα τραγικά λάθη σε έννοιες και σχήματα που ο αφιλοσόφητος βιαστής θυσιάζει στο βωμό της άγνοιας και της πλάνης ενώ ταυτόχρονα θα έρθει σε αμηχανία διότι δεν θα γνωρίζει πως θα μπορέσει να χορηγήσει τα κατάλληλα φάρμακα σ’έναν οργανισμό που νοσεί και αντάμα είναι μεταδοτικός σε αδύναμους οργανισμούς. Τα παραδείγματα που θα μπορούσα να αναφέρω είναι πολλά και τολμώ να πω αναρίθμητα. Γι’αυτό θα περιοριστώ απλά να κατονομάσω ορισμένες παρανοήσεις που αλλοτριώνουν το πραγματικό περιεχόμενο δημιουργώντας μια νέα κατάσταση με συνήγορο την αποκάλυψη, την Αλήθεια του Ευαγγελίου, παραπέμποντας σε αλλοτινούς καιρούς, σφαίρα κι αυτοί μιας νοσηρής αλήθειας και πράγματι κωμικής. Δεν θα ήταν καθόλου άτοπο θεολογικά και ιστορικά να ισχυριστώ ότι ο νέο-προτεστάντης αλπινιστής έχει δημιουργήσει ένα δικό του ευαγγέλιο ασχέτως αν αυτός ισχυρίζεται το αντίθετο!!!
Δόγμα, Εκκλησία, Θρησκεία, Μυστήρια, Φιλοσοφία (ιστορία και συμβολή), Λόγος Θεού, προϋποθέσεις ορθής Θεολογίας, Θεολογία, Ιερά Παράδοση, είναι μόνο λίγα παραδείγματα που όπως προανέφερα, οι αλπινιστές όχι μόνο αγνοούν ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ αλλά τολμούν και να ερμηνεύσουν ωσάν να κατέχουν τα κατάλληλα εφόδια για ένα τέτοιο επιχείρημα. Ειλικρινά δεν ξέρω πως ένας ενημερωμένος Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορεί ή αν θα πρέπει να τους αντιμετωπίσει. Ίσως μια λύση θα ήταν οι θεολόγοι να πετάξουν τα πτυχία τους, οι καθηγητές να παραιτηθούν, οι δογματολόγοι και οι πατρολόγοι να σκίσουν τα βιβλία τους και τις διδακτορικές διατριβές τους, διότι οι ορδές των αναγεννημένων σαρώνουν οτιδήποτε βρίσκεται απειλητικά μπροστά τους επιστρατεύοντας πάντα και με ανήθικο τρόπο (άραγε με ποια ιδιότητα;) διάφορα χωρία της Γραφής για να τονίσουν ότι δεν υφίσταται κάποια ανάγκη μορφής γνώσεως, ταυτίζοντας λίγο έως πολύ τους εαυτούς τους με τους δώδεκα αποστόλους…
Σ’αυτό το σημείο δεν νομίζω ότι χρειάζεται περαιτέρω να σχολιασθεί το ολίσθημα ενός οπαδού που επικοινωνεί μόνο με συνθήματα. Είναι επίτευγμα καθαρά δικό του και συνοδοιπόρος στην αφροσύνη και τον άκρατο ενθουσιασμό δεν θα βρει κανέναν από μας.
Για την Θεία Ευχαριστία καθώς και την άρρηκτη ενότητα της με το πρόσωπο του επισκόπου (ένα θέμα άγνωστο για το σύνολο των νέο-προτεσταντών αλλά συνάμα και ένα θέμα πολύ σοβαρό που αν δεν μελετηθεί ορθά σε όλες τις προεκτάσεις του, οι θεολογικές συνέπειες θα είναι άκρως επικίνδυνες, καθότι η διχοτόμηση από την ορθή θεολογία θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη) και φυσικά με την Εκκλησία, επιστρατεύω ένα απόσπασμα από τη διδακτορική διατριβή του Περγάμου κ. Ζηζιούλα:
«Διεμορφώθη, ούτω, κατά την εποχήν ταύτην σαφώς η συνείδησις, ότι η «καθολική εκκλησία» αποτελεί έννοιαν περιλαμβάνουσαν απαραιτήτως εκτός της Ορθοδοξίας και την κυρίως εκκλησιαστικήν, ήτοι λειτουργικήν, κοινωνίαν. Δια τούτο ο Ωριγένης ομιλεί εις τα συγγράμματα του περί δύο ομάδων εν τω Χριστιανισμώ, τας οποίας και αντιπαρατάσσει προς αλλήλας: οι μεν καλούνται «εκκλησιαστικοί», οι δε «οι από των αιρέσεων», θεωρεί δε καύχημα του ότι δεν ανήκει απλώς εις την ομάδα των «χριστιανών», αλλά των «εκκλησιαστικών». Ο ανήκων εις την ομάδα των αιρετικών καλεί εαυτόν «χριστιανόν» («professione quidem christianus est, intellectu autem fidei haereticus et perversus est”), ενώ αντιθέτως ο «εκκλησιαστικός» δεν καλείται απλώς «χριστιανός» αλλά και «καθολικός»: “fidei credulitate et professione nominis christianus est et catholicus”. «Εκκλησιαστικός» και «καθολικός» ταυτίζονται και το εν ερμηνεύει το άλλο. Ο «αιρετικός» μαχόμενος τον «εκκλησιαστικόν» μάχεται τον «καθολικόν», ως άλλοτε ο Αιγύπτιος και εκ μητρός μόνον Ισραηλίτης εμάχετο τον γνήσιον Ισραηλίτην: «adversus ecclesiasticum, adversus catholicum litigat». Ο ταυτισμός ούτως «εκκλησιαστικού» και «καθολικού» αποτελεί χαρακτηριστικόν δείγμα της χρήσεως του όρου «καθολική εκκλησία» προς δήλωσιν ήδη της «εκκλησιαστικής κοινωνίας» ουχί μόνον εν τη πίστει, αλλά και εν τη Θεία Ευχαριστία. Ως μαρτυρεί μεταγενέστερον κείμενον, το οποίον εν τούτοις απηχεί αρχαιοτέρας καταστάσεις, δια την είσοδον ξένων εις τινά παροικίαν δεν ήρκει να ερωτηθούν, εάν ήσαν «πιστοί», αλλά και εάν ήσαν «εκκλησιαστικοί», ήτοι εν τακτική κοινωνία μετά της Καθολικής Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικόν παράδειγμα της συνδέσεως Ευχαριστίας και Ορθοδοξίας κατά τας αρχάς του γ’ αιώνος αποτελεί και το προσφάτως ανακαλυφθέν, λίαν ενδιαφέρων δια την ιστορίαν του Δόγματος και της Λειτουργίας, κείμενον του Πάπυρου Toura επιγραφόμενον «Ωριγένους διάλεκτοι προς Ηρακλείδιν και τους συν αυτώ επισκόπους [περί π(ατρός) κ(αί) υ(ίου) κ(αί) ψυχής]» εκδοθέν τω 1949 υπό J. Scherer. Πρόκειται περί του κυριωτέρου μέρους των Πρακτικών επισκοπικής συνόδου, περιλαμβάνοντος και την συζήτησιν μεταξύ Ωριγένους και επισκόπου τινός Ηρακλείδου, του οποίου αι ιδέαι είχον προκαλέσει την σύγκλησιν της συνόδου. Εκείνο το οποίον ενέχει σημασίαν δι’ ημάς ενταύθα είναι ότι κατά την συζήτησιν περί της σχέσως του Υιού προς τον Πατέρα ο Ωριγένης αναφέρεται εις την ευχήν της Ευχαριστίας, δια να τονίσει ότι το περιεχόμενο της ευχής και το περιεχόμενον της πίστεως πρέπει να ευρίσκωνται εις απόλυτον αρμονίαν. Η σχέσις του Υιού προς τον Πατέρα είναι σχέσις ενότητος της φύσεως εν τη διακρίσει των προσώπων, διό και η «προσφορά (της Ευχαριστίας) γίνεται Θεώ Παντοκράτορι δια Ιησού Χριστού ως προσφόρου (η προσφέρουσα) τω Πατρί την θεότητα αυτού, μη δίς αλλά Θεώ δια Θεού προσφορά γινέσθω…» (2,24. Ενθ.αν.σ.62). Ούτω, η Ορθόδοξος πίστις και η ευχαριστιακή προσφορά, ήτις πιθανώτατα και προεκάλεσε την συζήτησιν, ευρίσκονται εις αμοιβαίαν εξάρτησιν, εκ της αρμονίας δε των δύο εξαρτάται και η ενότης της Εκκλησίας εις τρόπον, ώστε οιοσδήποτε , είτε επίσκοπος είναι ούτως είτε πρεσβύτερος, διαφωνών «ουκ εστίν επίσκοπος, ουκ εστίν πρεσβύτερος, ουδέ λαϊκός, ει διάκονος, ουκ εστίν διάκονος, ουδέ λαϊκός, ει λαϊκός εστίν, ουκ εστίν λαϊκός ουδέ συνάγεται (τ.ε. δεν μετέχει της ευχαριστιακής συνάξεως)» (5,5. Ενθ’ αν. σ.64).
Η τοιαύτη διαμόρφωσις της συνειδήσεως περί καθολικότητας της Εκκλησίας διά της οριστικής πλεόν συνενώσεως της ευχαριστιακής κοινωνίας μετά της Ορθοδοξίας απεικονίζεται σαφώς εις τον τρόπον, δια του οποίου η Εκκλησία της εξεταζομένης περιόδου εξέθετε την φύσιν του επισκοπικού θεσμού. Παλαιότερον, ως είδομεν, ο επισκοπικός θεσμός συνεδέετο εν αρχή μεν κυρίως μετά της Θείας Ευχαριστίας (Κλημης Ρώμης, Ιγνάντιος), αργότερον δε κυρίως και μετ’ εμφάσεως μετά του διδακτικού του έργου (Μαρτ. Πολ. Ηγήσιππος, Ειρηναίος). Κατά τας αρχάς του ΄γ αιώνος αμφότερα τα στοιχεία ταύτα συνενούνται εις εν και ο Επίσκοπος αποτελεί σαφώς την ταυτόχρονον έκφρασιν αμφοτέρων. Τούτο απεικονίζεται εις το πολυτιμότατον δια την Ιστορίαν κείμενον της εποχής ταύτης, την «Αποστολικήν Παράδοσιν» του Ιππολύτου. Προσεκτική εξέτασις των μαρτυριών, τας οποίας δίδει περί του Επισκόπου το κείμενον τούτο, μας πληροφορεί, ότι ο Επίσκοπος, όστις ήτο διά την Εκκλησίαν αυτού alter Christus και alter apostolus, συγκεντρώνει εν εαυτώ την εξουσίαν τόσον του «ποιμαίνειν την ποίμνην» της Εκκλήσίας του, ήτοι του διδάσκειν αυθεντικώς τα μέλη αυτής, όσον και του «προσφέρειν σοι τα δώρα της αγίας σου Εκκλησίας», ήτοι του τελείν την Θείαν Ευχαριστίαν. Ούτω, περί τας αρχάς του γ΄ αιώνος και υπο την πίεσιν της αιρέσεως, η οποία έτεινεν ήδη να περιβληθή τον εκκλησιαστικόν μανδύαν, η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά της ενότητας εν τη Ορθοδοξία, ενώ ο Επίσκοπος καθίσταται σαφώς διά της χειροτονίας του ο διάδοχος των Αποστόλων τόσον εν τη προσφορά της Ευχαριστίας όσον και εν τη διαφυλάξει της Ορθοδοξίας (2).
Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, διαβάζοντας την παραπάνω εργασία, ότι δεν επιδιώκω να δώσω απαντήσεις σε παγιωμένες έως απολιθωμένες θέσεις, ενός πουριτανού αλπινιστή οπαδού (άλλωστε δεν αναζητώ αυτούς), αλλά να παρακινήσω σε έρευνα και μελέτη έναν προτεστάντη που η καρδιά του ακόμα χτυπά και δεν παραδόθηκε εξ ολοκλήρου στα χέρια της ανελεύθερης ηγεσίας. Σ’εκείνον που τα παράθυρα και οι θύρες του σπιτιού είναι ακόμα ανοιχτά και οι ακτίνες του ήλιου τολμούν να φωτίσουν το χώρο που της δίνει και για όσο επιτρέπει ο κύρης του σπιτιού. Ελπίζω, εύχομαι και προσεύχομαι, να ανοίξουν διάπλατα όλα τα παράθυρα και να κατοικήσει το Φώς του Χριστού σε όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις όπως το πρωινό τραγούδι ενός πουλιού σε μια όμορφη από χρώματα και άνθη επαρχιακή πόλη».
«ή γάρ αγνοούντες διδάξομεν ή κακουργούντες ουκ επιτρέψομεν»
(Μέγας Βασίλειος)
Πηγές:1: Ντοστογιέβσκη, «οι αδελφοί Καραμάζωφ», Γ’ τόμος
2: Η Ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και Επισκόπω κατά τους τρείς πρώτους αιώνας, Περγάμου κ. Ζηζιούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου