«Το ανθρώπινο είδος όχι μόνο δεν θα ανέβει κοντά στο Θεό με την εξέλιξη, όπως διατείνονται οι καλεσμένοι μας, αλλά θα απομακρυνθεί απ'Αυτόν. Ο καλεσμένος μας κοιτάζει τα πλάσματα του Θεού και τ'αποκαλεί πρωτόγονα. Εγω νομίζω ότι αυτό το όνομα ταιριάζει σε μας. Ας διδαχθούμε λοιπόν απ'αυτά- από τη γη και τα στοιχεία της φύσης, από τα τετράποδα παιδιά της και τους φτερωτούς αρχηγούς του αγέρα. Κατάγονται κατευθείαν από το Θεό και μιλούν τη γλώσσα του χωρίς να την έχουν διδαχθεί. Μόνο εμείς έχουμε εκπέσει, εξαιτίας αυτών ακριβώς των τεχνών που ο φίλος μας από τον Πόντο θεωρεί ότι συνέβαλαν στην εξέλιξη μας. Αυτός κοιτάζει τον ουρανό και τη στέπα και βλέπει αυτά που δημιούργησε ο Θεός. Εγώ κοιτάζω και βλέπω τον ίδιο το Θεό. Ας γραφτούμε στην Ακαδημία του, του ανέμου και του ουρανού, της γέννησης και του θανάτου, των εποχών που εναλλάσονται αενάως. Ιδού ο Δάσκαλος μας. Στο βιβλίο του υπάρχουν όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε.
Η πόλη, δηλώνει ο φίλος μας, είναι δημιούργημα του ανθρώπου, προϊόν της λογικής του, μέσω της οποίας μπορεί να υψωθεί από την κατάσταση της αγριότητας. Του απαντώ ζητώντας του να προσέξει τούτο το βράχο. Του ζητώ να κοιτάξει τη θάλασσα. Μήπως τα έφτιαξε ο άνθρωπος; Όσο ανατέλλει ο ήλιος και πέφτει η βροχή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. [...] Ο ξένος μας, συνέχισε η Αντιόπη, χρησιμοποίησε επίσης τη λέξη "άγονο" για να περιγράψει αυτό που αντιλαμβάνεται ως "κενό" της στέπας. Πρόσεξε, φίλε μου. Οι καρποί και τα χόρτα της μας τρέφουν, ο αέρας της αναζωογονεί το πνεύμα μας, ο μανδύας της μας τυλίγει απαλά στον ύπνο μας. Να την "καλλιεργήσουμε"; Εγώ ποτέ δεν θα άφηνα το λαό μου να ασχοληθεί με τις αγροτικές εργασίες, γιατί αυτή που εργάζεται στο χωράφι δεν μπορεί να ονειρευτεί και αυτή που δεν ονειρεύεται δεν μπορεί να ζήσει. Η καλλιέργεια της γης δεν εξευγενίζει τον άνθρωπο αλλά τον εκφυλίζει, γιατί σπέρνει στο στήθος του τη βλασφημία ότι η γη του ανήκει. Τίποτα δεν μας ανήκει! Ούτε καν ο εαυτός μας και η ζωή μας. Ανήκουν στο Θεό, τώρα και πάντα. Το να ισχυρίζεσαι ότι είναι κάτι δικό σου είναι σκέτη τρέλα. Τέτοιες σκέψεις γεννούν απληστία και φιλαργυρία. Χωρίζουν τον αδελφό από τον αδελφό, κάνουν τους ανθρώπους να μετρούν και να υπολογίζουν τα πάντα. Είναι αυτό "πρόοδος"; Πρόοδος σε τι;
Μήπως φαντάζεται ο ξένος ότι οι φυλές των Ταλ Κύρτη είναι ανίκανες να χτίσουν πόλεις, από έλλειψη εξυπνάδας ή τεχνικής; Εμείς δεν θέλουμε πόλεις. Όταν ζεις μέσα σε τόσο κόσμο, παραμορφώνεται η ψυχή σου. Δώσε μας σιωπή και μοναξιά, που εξαγνίζουν και συγκεντρώνουν το πνεύμα. [...] Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια, οι Αμαζόνες και οι σύμμαχοι πρώτα, τελευταίοι οι Αθηναίοι, όταν μετέφρασε τα λόγια της. Ο Θησέας αποκρίθηκε με το ίδιο ύφος στους άντρες του, ότι τουλάχιστον σε μία από τις τέχνες του πολιτισμού είχαν νικηθεί: στη ρητορεία. Η Αντιόπη έπιασε το νόημα του Έλληνα πριν μεταφραστεί, και αντέδρασε.
«Δεν σας νίκησε η ρητορεία φίλε μου, αλλά πέσατε από το δικό σας όπλο, τη λογική. Αυτή δεν είναι ο Θεός σας, Θησέα; Παραδέξου λοιπόν πως μολονότι απαίδευτες και απολίτιστες, διαθέτουμε διορατικότητα από την οποία ίσως ωφεληθείτε». Ο Βασιλιάς το αναγνώρισε με μια υπόκλιση. Επευφημίες χαιρέτησαν την αποχώρηση του, αλλά και το θρίαμβο της Αντιόπης».
Στίβεν Πρέσσφιλντ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου