«Οι δύο εξουσίες λοιπόν, το sacerdotium και το imperium είναι καθιερωμένες στο Βυζάντιο νομοθετικά, και πορεύονται κατά αυτονόητο τρόπο ανταγωνιστικά. Αν δεν ήταν αυτές οι δύο εξουσίες ανεξάρτητες δεν θα παρουσίαζαν και τόσες ποικίλες αντιδράσεις. Ο G. Florovsky χαρακτηρίζει το πολιτικό αυτό σύστημα ως «τόλμημα και απόπειρα», συγχρόνως όμως το θεωρεί «ανεπιτυχές και άτυχο πείραμα». Στον πρόλογο της έκτης Νεαράς του 535 λέγονται τα εξής αξιοπρόσεκτα:
«Υπάρχουν δύο μεγάλα δώρα τα οποία ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους εν τη υπερτάτη του επιείκεια, η Ιερωσύνη και η Αυτοκρατορική εξουσία. Απ'αυτά το πρώτο αφορά στα θεία πράγματα · το δεύτερο κυβερνά και φροντίζει τις ανθρώπινες υποθέσεις. Προερχόμενα από την ίδια πηγή στολίζουν και τα δύο την ανθρώπινη ζωή. Για τίποτε δεν ενδιαφέρονται περισσότερο οι Αυτοκράτορες όσο για την αξιοπρέπεια των ιερωμένων, ώστε οι ιερείς με τη σειρά τους να προσεύχονται στο Θεό γι'αυτούς. Εάν, λοιπόν, ο ένας είναι άψογος από κάθε άποψη και εμπιστεύεται πλήρως το Θεό, και ο άλλος μπορεί να συμπεριφέρεται σωστά και κατάλληλα ώστε η κοινοπολιτεία να τον εμπιστεύεται, τότε μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρης αρμονία που θα παρέχει οτιδήποτε θα είναι αναγκαίο για το ανθρώπινο γένος. Γι'αυτό ενδιαφερόμαστε εξόχως για τα δόγματα τα αληθή που αποκάλυψε ο Θεός και για την αξιοπρέπεια των ιερέων. Είμαστε πεποισμένοι πως εάν κρατούν την αξιοπρέπεια τους, μεγάλες ευεργεσίες θα μας χορηγήσει ο Θεός και θα κρατήσωμε εκείνα που δεν έχουμε ακόμη εξασφαλίσει. Ευτυχές τέλος στεφανώνει πάντοτε εκείνα τα πράγματα που εκτελούνται κατά τον πρέποντα εκείνο τρόπο που είναι ευπρόσδεκτος στο Θεό. Γι'αυτό το λόγο φυλάσσονται αυστηρά οι ιεροί κανόνες, που οι ένδοξοι απόστολοι, οι σεβαστοί αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες του Θείου Λόγου, μας παρέδωσαν και οι ιεροί Πατέρες εφύλαξαν και ερμήνευσαν».
Στη Νεαρά αυτή βλέπει κανείς καθαρά και ξάστερα διαχωρισμό και αρμονία των δύο εξουσιών που «στολίζουν την ανθρώπινη ζωή», και φυσικά όχι χωρισμό επιγείων και ουρανίων, κατά τη «σχιζοφρενική» σκέψη νεότερων ιστορικών και κυρίως διανοουμένων. Άλλωστε η πράξη και η πρακτική είναι κραυγαλέες μαρτυρίες πως οι ανταγωνισμοί γίνονταν στα ίδια πράγματα που ήταν μέριμνα της αυτοκρατορικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας. Πρόκειται λοιπόν για κοινή πολιτεία και όχι για δύο διαφορετικά πράγματα· διαφορετικές όμως είναι οι εξουσίες, Τα πράγματα μάλιστα σε τούτη την κοινή πολιτεία φαίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρα στην Επαναγωγή, ένα θεμελιακό χάρτη, θα έλεγε κανείς, που τέθηκε σε εφαρμογή τα τέλη του 9ου αιώνα. Στο νόμο της Επαναγωγής είναι ενσωματωμένες πολιτικές ιδέες του πατριάρχη Φωτίου. Το βυζαντινό σύστημα, όπως το καθορίζει η έκτη Νεαρά του Ιουστινιανού, παίρνει μια σίγουρη και επιβλητική καθιέρωση. Αυτοκράτορας και Πατριάρχης είναι δύο σύμμαχοι για την ευδαιμονία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τούτο όμως δεν σημαίνει παύση του ανταγωνισμού, το αντίθετο ακριβώς επιβάλλει και σημαίνει: πώς μόνο ανεξάρτητες δυνάμεις συγκρούονται· αλλιώτικα, αν η μία είναι υποταγμένη και εξουθενωμένη, καμία σύγκρουση δεν προκύπτει, ή αν προκύπτει είναι εξάπαντος άκρως υποτονική.
Το παράλληλο τούτο των εξουσιών, ένα ρωμαλέο και θαύμασιο πρότυπο, καταρχήν εξασφαλίζει την ανεξαρτησία της κάθε εξουσίας, ενώ από την άλλη μεριά διευκολύνει άνετα την επίδραση του ενός κόσμου πάνω στον άλλο. Έτσι η Αυτοκρατορία παίρνει πάμπολλα πνευματικά στοιχεία, ώστε να βελτιώνει τις δομές της στην όλη οργάνωση, ευοδώνοντας στα καλύτερα δυνατά πλαίσια την «πολιτική ευπραξία». Από το άλλο μέρος και η Εκκλησία ασκεί την πνευματική καλλιέργεια στο λαό, την οποία επεκτείνει σ'όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες. Θεωρητικά και πρακτικά λοιπόν αυτό είναι το βυζαντινό πρότυπο· ένας ελεγχόμενος «καισαροπαπισμός» με πολλές καταχρήσεις και υπερβάσεις και από τις δύο πλευρές. Αλλά, όπως τονίστηκε κιόλας, οι καταχρήσεις δείχνουν πως στην πραγματικότητα κείται ένα πρότυπο, ένας κανόνας, κάποιο «σύνταγμα». Αλλιώτικά θα ήταν αδιανόητο να συζητούμε για καταχρήσεις και παραβάσεις, οι οποίες άλλωστε πείθουν για την ύπαρξη του προτύπου. Και φυσικά ευκαιρίες υπήρχαν για υπερβάσεις. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή του Οσίου Κορδούης, ο οποίος γράφει και συμβουλεύει τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο να προσέχει πολύ, ώστε να μην παραβεί την ίδια τη θεία τάξη. Γιατί ο αυτοκράτορας παίρνει την εξουσία από τον Θεό, όπως οι επίσκοποι για τα πράγματα της Εκκλησίας από τον ίδιο τον Θεό. Όπως λοιπόν η εισπήδηση στην αυτοκρατορική εξουσία σημαίνει παράβαση θείας τάξης, έτσι και ο οποιοσδήποτε σφετερισμός της εκκλησιαστικής εξουσίας από τον αυτοκράτορα είναι βάρυ παράπτωμα. Ξέρουμε από άλλες αφορμές ότι ο Όσιος Κορδούης είχε χρηματίσει μεσολαβητής, με την έγκριση του Μ.Κωνσταντίνου, στη διαμάχη μεταξύ Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας και Αρείου. Ηταν πρόσωπο σεβαστό και έμπιστο στους αυτοκράτορες. Επομένως η επέμβαση του σημαίνει δύο ξεκάθαρα πράγματα· ότι τουλάχιστο υπήρχε η τάση για εισπήδηση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην εκκλησιαστική, και το δεύτερο ότι μια τέτοια συμβουλή θα ήταν αδιανόητη, αν ήδη στην πράξη δεν υπήρχε διαμορφωμένο το παραπάνω πρότυπο της παράλληλης σχέσης των δύο εξουσιών κατά την τάξη της Θείας Οικονομίας.
Παράλληλες λοιπόν ηταν οι δύο εξουσίες, με ιδιαίτερο τρόπο κυβέρνησης και συνάμα με μια θαυμαστή αλληλοπεριχώρηση σε τόσα θέματα της κοινωνικής ζωής. Άλλωστε και εξαιτίας αυτής της αλληλοπεριχώρησης προκαλούνταν κατά αυτονόητο τρόπο πολλές συγκρούσεις. Ωστόσο στη κυβέρνηση της Εκκλησίας, η οποία ασκείται κατά βάση με τους κανόνες, υπάρχει η τάση να σπάζει η ακρίβεια του κανόνα και να προβάλλει η φιλανθρωπία του κατ'οικονομίαν όχι βεβαίως για την καταστρατήγηση των κανόνων· κάθε καταστρατήγηση αποτελεί παράβαση και οποιαδήποτε επίκληση του κατ'οικονομίαν αποτελεί καρικατούρα της παραπάνω αρχής. Η οκονομία λοιπόν στην Εκκλησία έχει εύκαμπτα και διευρυνόμενα όρια στο έπακρο. Γι'αυτό πολλές φορές η ακρίβεια για τη ζωή της Εκκλησίας σημαίνει βλάβη. Έχουν μείνει περιώνυμοι οι λόγοι του Παφνούτιου στην ομήγυρη των πατέρων της Α' οικουμενικής συνόδου, εξαιτίας μιας πρότασης να καθιερωθεί η αγαμία του κλήρου σε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης: «Μή τη υπερβολή της ακρίβειας, μάλλον την Εκκλησίαν προσβλάψωσιν». Σημασία εδώ έχει όχι τόσο το περιστατικό όσο οι λόγοι του μοναχού Παφνούτιου. Η ακρίβεια μπορεί να βλάψει την Εκκλησία. Το έργο της, όπως είναι γνωστό, είναι καθαρά ιαματικό· παρέχει ιαματικά φάρμακα και συμβουλές, όχι νόμους και κατ'ακρίβειαν εφαρμογή των νόμων. Απεναντίας η Αυτοκρατορία, μολονότι βρίσκεται στην ίδια θεία τάξη της οικονομίας, ασκεί ρόλο κυβερνήτη και δικαστή με κατ'ακρίβειαν εφαρμογή των νόμων.
Μ.Κωνσταντίνος |
Σε μια συνεστίαση επισκόπων της Αυτοκρατορίας ο Μ. Κωνσταντίνος είπε τα εξής περιώνυμα, πολυσηζητημένα και όχι λίγο παραποιημένα από τους ερμηνευτές λόγια: «Αλλά υμείς μεν των είσω της Εκκλησίας, εγώ δε των εκτός υπό Θεού καθεστάμενος επίσκοπος αν είην». Πολύ συζητήθηκαν οι ερμηνείες αυτής της φράσης. Είπαν ότι πρόκειται για τους εθνικούς ή τους υπηκόους ή τα εκτός πράγματα της Εκκλησίας και άλλα παρόμοια. Νομίζω πως η φράση αυτή πρέπει να εξηγηθεί απλά, πάντοτε όμως σύμφωνα με όσα τονίστηκαν παραπάνω για τις δύο εξουσίες. Στη συνείδηση των τότε ανθρώπων η Εκκλησία, ως κοινότητα λαού, ταυτιζόταν με την Αυτοκρατορία, ανεξάρτητα από το ότι υπήρχαν ειδωλολατρικά στρώματα. Ο Μ. Κωνσταντίνος άλλωστε απευθύνεται στους επισκόπους και τους Χριστιανούς. Τελικά και η ίδια η Αυτοκρατορία, ως λαός, είναι Εκκλησία. Επομένως τα «είσω» και τα «εκτός» είναι οι δύο εξουσίες που κυβερνούν το ίδιο σώμα, η ιερωσύνη και η αυτοκρατορική εξουσία. Η χαρισματική εξουσία της ιερωσύνης θεραπεύει με ιαματικό και ευρύτερα πνευματικό τρόπο το σώμα του λαού· του ίδιου σώματος την «πολιτική ευπραξία» υπηρετεί η αυτοκρατορική εξουσία. Τούτο το πράγμα θέλει να πει ο Μ. Κωνσταντίνος. Δεν υπήρχε ούτε ούτε αφορμή για να συγκαλύψει αόριστες σκέψεις του ή να υπαινιχθεί ιερατικές ιδιότητες της εξουσίας του. Τα «είσω» και τα «εκτός» αναφέρονται στην ίδια κοινότητα και στον ίδιο λαό, αφού οι δύο εξουσίες φαίνονται (όπως τις θέλει και τις παρουσιάζει ο αυτοκράτορας) συνταιριασμένες και συνεργαζόμενες. Η συνεργασία εξάπαντος αναφέρεται στο ίδιο πράγμα· επομένως η διαφοροποίηση εντοπίζεται στο είδος της εξουσίας. Έτσι και η εκκλησιαστική εξουσία, χαρισματική και ιαματική, τον ίδιο το λαό, με όλες του τις αρετές, τα δεινά και τα προβλήματα του, διακονεί. Ακόμα για μια φορά λοιπόν οφείλει κανείς να επισημάνει πώς δεν υπάρχει στη συνείδηση κανενός διαχωρισμός επιγείων και ουρανίων· προσλαμβάνεται όλη η Αυτοκρατορία, με όλα τα καλά και τα στραβά της, για να πάρει το δρόμο της σωτηρίας, όπως την υπόσχεται η εκκλησιαστική διδαχή. Και η ιστορία, που προσλαμβάνεται, εξάπαντος δεν γράφεται από «κοκκινοσκουφίτσες», όπως θέλουν μερικοί (πουριτανοί) ιστορικοί, θεολόγοι και διανοούμενοι».
Δογματική και Συμβολική Θεολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου