Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Μια καινούργια τρέλα!

       
        «Ήταν η ώρα που οι νοικοκυραίοι γύριζαν από τα μποστάνια τους κι από τα αμπέλια, με τα γαϊδουράκια φορτωμένα· οι έμποροι κι οι μαστόροι σφαλνούσαν τα μαγαζιά τους και μαζεύουνταν στις ταβέρνες να πιούν ένα εκατοσταράκι και να πιάσουν με τους φίλους τη γλυκιά κουβέντα. Οι γριές κάθουνταν στα κατώφλια τους, τα μάτια τους είχαν θαμπώσει κι είχαν πια βαρεθεί να βλέποουν τους δρόμους και τους ανθρώπους και τα γαϊδουράκια της Ασίζης. Μα οι νέοι κι νέες είχαν πλυθεί, είχαν αλλάξει και πήγαιναν απόψε, Σαββατόβραδο, απάνω κάτω στη μακρόστενη πολιτεία, δροσερό αγεράκι είχε σηκωθεί, τα σύννεφα είχαν σκορπίσει, κυμάτιζαν οι κορδέλες στα μαλλιά των κοριτσιών κι οι νέοι αγκρίζουνταν και μάτιαζαν τις κοπέλες με λαχτάρα και μίσος· τα πρώτα λαγούτα αντιλάλησαν μέσα στις ταβέρνες.

        Άξαφνα γέλια, φωνές, γιουχαητά· ο κόσμος στράφηκε· από την άκρα της πλατείας ο Φραγκίσκος φάνηκε να πηδάει και να χορεύει, με ανασκουμπωμένο το μαντύα, και να φωνάζει:

        -Ελάτε, ελάτε, ελάτε ν'ακούσετε, αδέρφια, μια καινούργια τρέλα!
Και πίσω του ένα τσούρμο παιδιά χαχάριζαν, τον κυνηγούσαν και του πετούσαν πέτρες.

        Έτρεχα εγώ πίσω τους, τα φοβέριζα με το ραβδί μου, μα απ'όλους τους δρόμους ξεπρόβαιναν άλλα, έσμιγαν όλα μαζί και ρίχνουνταν στο Φραγκίσκο· κι αυτός, ήσυχος, γελούσε, κάπου κάπου στέκουνταν, άπλωνε τα μπράτσα του στα παιδιά, φώναζε:

        -Όποιος μου ρίξει μιαν πέτρα, να'χει την ευκή του Θεού μια φορά· όποιος μου ρίξει δυό πέτρες, να'χει την ευκή του Θεού δυο φορές· όποιος μου ρίξει τρείς πέτρες, να'χει την ευκή του Θεού τρείς φορές...
Και δώστου έπεφταν απάνω του βροχή οι πέτρες...

        Από το μέτωπο και το πηγούνι του Φραγκίσκου έτρεχαν τώρα τα αίματα, από τις ταβέρνες πετάχτηκαν οι νοικοκυραίοι και γελούσαν, και τα σκυλιά της Ασίζης αναστατώθηκαν κι αυτά, μαζώχτηκαν κι άρχισαν να τον γαβγίζουν. Είχα σταθεί μπροστά απ'το Φραγκίσκο να πάρω κι εγώ στο μερτικό μου μερικές πέτρες· μα ο Φραγκίσκος με αναμέριζε, χοροπηδούσε συνεπαρμένος και τραγουδούσε όλα αίματα:

        -Ακούστε, αδέρφια, μια καινούργια τρέλα.
Ο κόσμος γελούσε, οι νέοι σφύριζαν, νιαούριζαν, γάβγιζαν να σκεπάσουν τη φωνή του, οι κοπέλες είχαν στριμωχτεί στις κολόνες του αρχαίου ναού και σκλήριζαν, κι ένας από την αντικρινή ταβέρνα φώναξε:

        -Καλέ, δεν είσαι εσύ ο Φραγκίσκος ο γλεντζές, ο γιός του Μπερναρντόνε; Λέγε, το λοιπόν, την καινούργια σου τρέλα να δούμε!
        Λέγε! Λέγε! Λέγε! ακούστηκαν ολούθε φωνές και χάχανα.
Κι ο Φραγκίσκος σκαρφάλωσε στα σκαλοπάτια του ναού, άνοιξε τις αγκάλες στο λαό που τον γιουχάϊζε και φώναξε:

        -Αγάπη! Αγάπη! Αγάπη!»

Ο φτωχούλης του Θεού
Νίκος Καζαντζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου