Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Ένας έρως πλατωνικός


       
         Eπιθυμία μου είναι να αναπτύξω με λιτό και πυκνό λόγο το θέμα του Θείου έρωτα που επικαλούνται ότι έχουν οι αναγεννημένοι προτεστάντες και διαλαλούν υπερήφανα με μπόλικη δόση ταπεινοφροσύνης στους ανυποψίαστους συνανθρώπους μας. Βεβαίως η ορολογία αυτή (Θείος έρωτας) για τους προτεστάντες είναι σχετικά άγνωστη και χρησιμοποιείται το τελευταίο διάστημα μόνο απο εκείνους που έχουν έρθει σε επαφή με την Ανατολική Ησυχαστική Ιερά Παράδοση. Καλό θα είναι ο αναγνώστης να έχει στο νού του ότι, περί Θείου έρωτα έχει κάνει λόγο, και έχει περιγράψει ιδιαίτερα, η πατερική γραμματεία, ενώ ο ισχυρισμός των προτεσταντών περί κατάκτησης του Θείου έρωτα πορρώ απέχει απ'τη πραγματικότητα και κατ'επέκταση αφ'ημών (Τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη). Η σύντομη αυτή εργασία (ουσιαστικά πρόκειται περί σκέψεων και μοίρασμα ιδεών) έχει ως σκοπό να προβληματίσει και να ερεθίσει, ή αν προτιμάτε να ενεργοποιήσει τη σκέψη του σύγχρονου μέσου Νέο-προτεστάντη, ο οποίος απόλυτα και μονολιθικά προσεγγίζει το υπερβατικό μή γνωρίζοντας καταρχήν τις θρησκευτικές του ρίζες αφ'ενός και αφ'ετέρου, έχοντας βαθιά άγνοια περί εννοιών και ρημάτων που χρησιμοποιεί ταυτίζοντας λίγο εώς πολύ, τις βιωματικές του εμπειρίες με εκείνες των αγίων πατέρων και αποστόλων.
        
         Μεγάλη διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στην Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία και τις θρησκευτικές ομάδες της Μεταρρύθμισης είναι το ηθικό παράδοξο της Ορθοδοξίας ν'αγκαλιάζει τους αμαρτωλούς. Ο ιαματικός χαρακτήρας της Εκκλησίας έχει ως αποτέλεσμα ο πιστός της Ορθοδόξου Εκκλησίας να βλέπει τους εκκλησιαστικούς ηγέτες ως πατέρες και ο ίδιος να αισθάνεται ως υιός, που, αναλογιζόμενος τη πατρική στοργή δεν απομακρύνεται αλλά προσέρχεται ως ασθενής στον ιατρό που αναζητά τη θεραπεία. Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα πόσο επηρεάζει την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου μια τέτοια αντιμετώπιση ώστε να τον κάνει να μην αισθάνεται άβολα και μειονεκτικά με αποτέλεσμα την απομόνωση, αλλά να δίνεται μια ώθηση για υγιή Μετάνοια και ευγενή αγώνα, όχι για την κάθαρση των παθών αλλά για τη μεταποίηση τους. Βεβαίως η Θεολογία αυτή που έγκειται στη δαημοσύνη των αγίων πατέρων της Εκκλησίας έχει ως πηγή τη μετοχή της εκκλησιατικής κοινότητας και των χαρισματικών φορέων στη Πηγή της Γνώσης, στον ίδιο τον Θεό. Έχουμε δηλαδή Κάθοδο και δι'αυτής της Καθόδου η Εκκλησία θεολογεί και γράφει.


          Στην αντίπερα όχθη ο Προτεσταντισμός, η θρησκεία του συναισθήματος, έχει στην υγιή μορφή του τον ηθικισμό (το καρκίνωμα της ηθικής), την απολυτοποίηση και τρία όπλα στη κατοχή του που καθιστούν ανίσχυρα τα μέλη της ομάδος για την οποιαδήποτε ηθική παρατυπία. Τα όνοματα των όπλων αυτών είναι η Κατάκριση, η Καταλαλιά, και η Εξουθένωση. «Καταλαλιά είναι το να διαδίδει με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον [...] Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο [...] Εξουθένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και τον σιχαίνεται σαν κάτι το αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό απο την κατάκριση» (Αββά Δωρόθεου, έργα ασκητικά). Ο Ψυχοθεραπευτής Δημήτρης Καραγιάννης τονίζει με έμφαση: «Η κατάκριση είναι η ταφόπλακα της αυτοσυνειδησίας, καθώς η ενασχόληση με τις αρνητικές πλευρές των άλλων εμποδίζει παντελώς την προσωπική αυτοσυνειδησία». Ο πουριτανισμός των ηθικολόγων είναι πρόθυμος να δεχτεί και ν'αγκαλίασει τον πληγωμένο απο αμαρτίες άνθρωπο αρκεί αυτός να μην τις επαναλάβει ξανά, διότι ο καιρός της άγνοιας του θελήματος του Θεού δικαιούται την άφεση των αμαρτιών. Στη περίπτωση όμως που έχει γίνει η αποδοχή του ευαγγελικού κηρύγματος τα πράγματα αλλάζουν μορφή και η αντιμετώπιση διαφοροποιείται. Αν αναλογιστεί κανείς και τα τρία όπλα που προαναφέραμε τότε η διαπίστωση που προκύπτει είναι ένα επώδυνο υπαρκτό γεγονός για τον ίδιο τον προτεστάντη, που, αν δεν συμμορφωθεί με τις επιταγές τις ομάδος θα οδηγηθεί στην απομόνωση και στην εξουθένωση του προσώπου. Στην αντίθετη περίπτωση θα κλωνοποιηθεί ως πιστό αντίγραφο του χαρισματικού ηγέτη της ομάδος. Έτσι έχουμε το θλιβερό αποτέλεσμα να βλέπουμε το προσωπείο να έχει απορροφήσει το πρόσωπο. Ο προτεστάντης, τολμώ να πώ, περισσότερο φοβάται τους εν Χριστώ αδελφούς του παρά τον ίδιο τον Θεό!!! Έχει δημιουργήσει μια σχέση εξάρτησης και στη πραγματικότητα δεν υφίσταται αγάπη αλλά Φόβος. Είναι άλλο πράγμα να πηγαίνω προς κάτι επειδή με ελκύει, κι άλλο πράγμα να πηγαίνω προς κάτι επειδή φεύγω απο κάτι άλλο που μου ασκεί Φόβο. Φόβος να μην είσαι μόνος...
     
         Πόσoι όμως είναι σε θέση να αντιληφθούν την τραγική τους αυτή κατάσταση; Ποιός μπορεί να μιλήσει για αγάπη και Εκκλησία αφού αγνοεί αμφοτέρων την ύπαρξη; Ανήμπορος και αβοήθητος να δώσει λύσεις, παγιδευμένος στην καθαριότητα της φυλακής του, βλέπει μόνο "καθαρούς και "ακάθαρτους". Ποιά λοιπόν σχέση μπορεί να έχει η Φιλοκαλία των Νηπτικών με τις θρησκευτικές εμπειρίες των Μοραλιστών; Κάπου εδώ ακούω τη φωνή του μεγάλου Ρώσου φιλόσοφου Νικολάου Μπερδιάγιεφ να ηχεί στ'αυτιά της συνείδησεως μου και να με πληροφορεί τα εξής: «Ο έρως είναι μια απαίτησις, μία επιθυμία, εν αίσθημα του ανικανοποιήτου όντος. Ομοίως η αγάπη, η οποία ανταποκρίνεται εις την φύσιν των Θεών, δεν έχει τι κοινόν με τον έρωτα, διότι οι Θεοί εις τους οποίους δεν λείπει τίποτα δεν έχουν λόγο να είναι ανικανοποίητοι. Ο Έρως είναι εγωιστής. Ο έρως αγαπά το θείον εν τω ανθρώπω και όχι τον ίδιον τον άνθρωπον. Τούτο αποτελεί την περίπτωσιν του πλατωνισμού. [...] Τα όρια του πλατωνικού έρωτος συνίσταται εν τούτω, οτι αυτός ούτος ο έρως καθ'εαυτόν είναι μια αγάπη, του οποίου αντικείμενον δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά το θείον. Ώστε ο έρως είναι η προς τον Θεόν αγάπη, την οποίαν πας άνθρωπος φέρει εν αυτώ και όχι η αγάπη προς τον άνθρωπον καθ'εαυτόν. Συνεπώς ο έρως πρέπει να να θεωρηθεί ως το ανεπαρκές ανθρώπινον. [...] Η ευσπλαχνική αγάπη είναι μία αγάπη, η οποία κατευθύνεται εκ του Θεού προς το δημιούργημα, το οποίον ευρίσκεται εις κατάστασιν εγκαταλείψεως και απομακρύνσεως εκ του Θεού. [...] Η αγάπη είναι ανθρωπινή, όχι μόνον όταν αυτή έχη ως αντικείμενον τον Θεόν εν τω ανθρώπω, όχι μόνον ένεκα του ωραίου και του τελείου εν τω ανθρώπω, αλλά και όταν αυτή έχη ως αντικείμενον τον άνθρωπον εν τω Θεώ και συνδεέται δι'αυτής ο άνθρωπος μετ'αυτού, έν ατομικόν όν, το οποίον άπαξ μόνον υφίσταται ως μοναδικόν πρότυπον και είναι πολύτιμον αναξαρτήτως πάσης τελειότητος με την οποίαν είναι δυνατόν να είναι προικισμένον ή όχι» (Θείον και ανθρώπινον, Νικολάου Μπερδιάγιεφ).

«Η γαρ αγνοούντας διδάξομεν, ή κακουργούσιν ουκ επιτρέψομεν»
Μέγας Βασίλειος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου