«Τώρα θα μπορούσαν να μιλήσουν για τη ζωή του. Απ'αυτή τη μεγάλη καταστρεπτική ορμή που τον είχε παρασύρει προς τα εμπρός, από τη φευγαλέα και δημιουργική ποίηση της ζωής, τίποτε δεν έμενε τώρα πια παρά μόνο η καθαρή αλήθεια που είναι το αντίθετο της ποίησης. Απ'όλους τους ανθρώπους που κουβαλούσε μέσα του, όπως ο καθένας στην αρχή αυτής της ζωής, απ'όλα τα διαφορετικά πλάσματα που ανακάτευαν τις ρίζες τους χωρίς να συγχέονται, ήξερε τώρα ποιος ήταν ο ίδιος: και τούτη την επιλογή, που για κάθε άνθρωπο δημιουργεί το πεπρωμένο του, την είχε κάνει συνειδητά και θαρραλέα. Σ'αυτή βρισκόταν όλη του η ευτυχία, της ζωής και του θανάτου. Το θάνατο που τον είχε αντικρίσει με τον πανικό ενός ζώου, καταλάβαινε τώρα ότι τον να τον φοβάσαι σημαίνει να φοβάσαι τη ζωή.
Ο φόβος για το θάνατο δικαιολογούσε ένα απεριόριστο δέσιμο με ότι ζωντανό υπάρχει στον άνθρωπο. Κι όλοι όσοι δεν έκαναν τις αποφασιστικές ενέργειες για να καλυτερέψουν τη ζωή τους, όλοι όσοι φοβούνταν και εξήραν την ανικανότητα, όλοι αυτοί έτρεμαν το θάνατο εξαιτίας της τιμωρίας που έδινε σε μια ζωή στην οποία παρέμειναν αμέτοχοι. Δεν έζησαν αρκετά γιατί δεν έζησαν ποτέ. Κι ο θάνατος ήταν γι'αυτούς σαν κάτι που στερεί για πάντα το νερό από τον ταξιδιώτη που μάταια προσπάθησε να ξεδιψάσει. Για τους άλλους όμως ήταν η μοιραία και τρυφερή κίνηση που σβήνει και απαρνιέται, χαμογελώντας στην παραδοχή όπως και στην εξέγερση [...]
Αυτή η γεμάτη δάκρυα πορεία, που καταστάλαζε μέσα του σαν μια γεύση ζωής και θανάτου, καταλάβαινε πώς τη μοιράζονταν από κοινού. Ακόμα και στη γαλήνια στάση του Ζαγραίου μπροστά στο θάνατο, ξανάβρισκε την κρυφή και σκληρή εικόνα της δικής του ζωής. Τον βοηθούσε σ'αυτό ο πυρετός όπως και η συγκλονιστική βεβαιότητα ότι θα διατηρούσε ως το τέλος πλήρη συνείδηση των γεγονότων κι ότι θα πέθαινε μ'ανοιχτά μάτια. Και ο Ζαγραίος είχε επίσης ανοιχτά τα μάτια του εκείνη τη μέρα και τα δάκρυα έτρεχαν. Μα ήταν η ύστατη αδυναμία ενός ανθρώπου που δεν είχε πάρει το μερίδιο του από τη ζωή. Ο Πατρίς δεν σκιαζόταν τούτη την αδυναμία.
Στους δυνατούς χτύπους που έκανε ο πυρετός στο αίμα του και που σταματούσε πάντα μερικά εκατοστά πριν φθάσει στα ανεκτά όρια, καταλάβαινε πάλι ότι τούτη την αδυναμία δεν θα την ένιωθε. Γιατί αυτός είχε παίξει όπως έπρεπε το ρόλο του, είχε εκπληρώσει στην εντέλεια το μοναδικό καθήκον του ανθρώπου, να είναι δηλαδή ευτυχισμένος. Όχι για πολύ καιρό, αναμφίβολα. Ό χρόνος όμως δεν είχε καμία σημασία. Είναι ίσως ένα εμπόδιο ή πάλι δεν είναι τίποτα. Αυτός είχε νικήσει το εμπόδιο κι εκείνος ο αδελφός που γεννήθηκε μέσα του δεν είχε καμιά σημασία αν υπήρξε για δυο ή για είκοσι χρόνια. Ευτυχία ήταν ότι υπήρξε. [...]
Στους δυνατούς χτύπους που έκανε ο πυρετός στο αίμα του και που σταματούσε πάντα μερικά εκατοστά πριν φθάσει στα ανεκτά όρια, καταλάβαινε πάλι ότι τούτη την αδυναμία δεν θα την ένιωθε. Γιατί αυτός είχε παίξει όπως έπρεπε το ρόλο του, είχε εκπληρώσει στην εντέλεια το μοναδικό καθήκον του ανθρώπου, να είναι δηλαδή ευτυχισμένος. Όχι για πολύ καιρό, αναμφίβολα. Ό χρόνος όμως δεν είχε καμία σημασία. Είναι ίσως ένα εμπόδιο ή πάλι δεν είναι τίποτα. Αυτός είχε νικήσει το εμπόδιο κι εκείνος ο αδελφός που γεννήθηκε μέσα του δεν είχε καμιά σημασία αν υπήρξε για δυο ή για είκοσι χρόνια. Ευτυχία ήταν ότι υπήρξε. [...]
Να έχει πλήρη συναίσθηση, αυτό του χρειαζόταν, χωρίς απάτη, χωρίς δειλία-ενώπιος ενωπίο, μόνος με το σώμα του-με τα μάτια ανοιχτά μπροστά στο θάνατο. Επρόκειτο για μια υπόθεση μεταξύ αντρών. Τίποτα, ούτε αγάπη ούτε ντεκόρ, αλλά μια απέραντη έρημος μοναξιάς και ευτυχίας όπου ο Μερσώ έπαιζε το τελευταίο χαρτί του. Ένιωθε την αναπνοή του να εξασθενεί. Ρούφηξε μια γουλιά αέρα και με τούτη την κίνηση όλα τα αρμόνια που φώλιαζαν στο στήθος του βρόντηξαν. Ένιωθε τις γάμπες του παγωμένες και τα χέρια του μουδιασμένα. Ξημέρωνε [...]
Από το κρεβάτι του, ο Μερσώ αισθάνθηκε αυτό το εντυπωσιακό συναπάντημα κι αυτή την προσφορά και άνοιξε τα μάτια στην απέραντη, κυματιστή, αστραφτερή θάλασσα, γεμάτη από τα χαμόγελα των θεών της. Αντιλήφθηκε αίφνης ότι ήταν καθιστός στο κρεβάτι του και ότι το πρόσωπο της Λυσιέν ήταν πολύ κοντά στο δικό του. Μέσα σου ανέβαινε αργά, σαν να ξεκινούσε από την κοιλιά, ένα πετραδάκι που πορευόταν προς το λαιμό του. Ανάσαινε όλο και πιο γρήγορα για να επωφεληθεί από κάθε ανάπαυλα. Το πετραδάκι όλο και ανέβαινε. Κοίταξε την Λυσιέν. Χαμογέλασε χωρίς καμιά σύσπαση και τούτο το χαμόγελο επίσης ερχόταν από τα κατάβαθα του είναι του. Έγειρε ανάσκελα στο κρεβάτι του και αισθάνθηκε το αργό ανέβασμα μέσα του. Κοίταξε τα σαρκώδη χείλη της Λυσιέν και, πίσω της, το χαμόγελο της γης. Κοίταζε και τα δύο με το ίδιο βλέμμα και τον ίδιο πόθο.
«Σ'ένα δευτερόλεπτο, σ'ένα δευτερόλεπτο», σκέφτηκε. Το ανέβασμα σταμάτησε. Και, πέτρα ανάμεσα στις πέτρες, επέστρεψε με την καρδιά ολόχαρη στην αλήθεια των ασάλευτων κόσμων».
«Ο ευτυχισμένος θάνατος»
Άλμπερ Καμύ
Θα πρότεινα και το "ένας πολύ γλυκός θάνατος" της Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Αν δεν είναι εξαντλημένο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε μια γρήγορη ματιά που έριξα, είδα ότι δεν είναι εξαντλημένο. Θα το έχω υπόψη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάρε μια μικρή γεύση...
Διαγραφήhttp://www.kafsokaliva.blogspot.gr/2012/04/blog-post_10.html
Καλόοοοο!
Διαγραφή