«Το ιερατικό ήθος και αξίωμα του ανθρώπου, που πραγματώνεται στην ευχαριστιακή χρήση του κόσμου, ενοποιεί τη ζωή του ανθρώπου και τη ζωή του κόσμου, τη ζωή του Κτίστη και τη ζωή της κτίσης- δεν αφήνει περιθώρια για αποστάσεις και μερισμούς, γι'αυτό και φανερώνει και την υπέρβαση της διαίρεσης των ανθρώπων σε φύλα, της διαστολής του άνδρα από τη γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι το ιερατικό ήθος και αξίωμα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του ανδρικού φύλου· η ευχαριστιακή χρήση του κόσμου, που πραγματώνεται στο ίδιο το σώμα του ανθρώπου, ενοποιεί τα φύλα στην κοινή ιερουργία της ζωής.
Οπωσδήποτε, η άρση της φυσικής διάκρισης των φύλων είναι γεγονός που αναφέρεται στην εσχατολογική πληρότητα της ύπαρξης, στην προσδοκία της Βασιλείας του Θεού. Η ζωή της Βασιλείας καταργεί τον χωρισμό των ανθρώπων σε άνδρες και γυναίκες, γιατί η διαφοροποίηση των φύλων είναι μια φυσική διαφοροποίηση, δηλαδή μια αναγκαιότητα της φύσης, που εξασφαλίζει την αυτονομημένη διαιώνιση της· δεν έχει θέση στο γεγονός της Βασιλείας, γιατί δεν έχει σχέση με την προσωπική ετερότητα και ελευθερία από τη φύση, που είναι η ζωή της Βασιλείας. Η διαφοροποίηση των φύλων δεν αντιπροσωπεύει μιαν οντολογική διάκριση (όπως η διάκριση φύσεως και προσώπων, φύσεως και ενεργειών), δεν αναφέρεται στον τρόπο της υπάρξεως, στην εικόνα του Θεού την αποτυπωμένη στον άνθρωπο. Η διάκριση των φύλων είναι μια διαφοροποίηση των φυσικών ενεργειών «ήτις ουκέτι πρός το Θείον αρχέτυπον βλέπει», είναι μόνο προγνωστική της πτώσης. Γι'αυτό και καταργείται στη ζωή των εσχάτων.
Αλλά η Εκκλησία ζει την αλήθεια των εσχάτων μέσα από το δυναμικό δεδομένο της ανθρώπινης ελευθερίας-τη δυναμική του προσώπου, που ιερουργεί τη ζωή αποκαλύπτοντας το έσχατο «τέλος» της. Και η δυναμική του προσώπου-το γεγονός της ελευθερίας-δεν αρνείται, αλλά προϋποθέτει τη φύση· πραγματώνεται ως πρός τη φύση, με απόλυτη πιστότητα στις υπαρκτικές δυνατότητες της φύσης. Η προσωπική ετερότητα και ελευθερία σημαίνει την αλλαγή του τρόπου υπάρξεως της φύσης και όχι την κατάργηση της φύσης και των υπαρκτικών της δυνατοτήτων.
Γι'αυτό και η υπέρβαση της διάκρισης των φύλων δεν σημαίνει για την Εκκλησία ένα αυθαίρετο άλμα στον χώρο του αφηρημένου ιδεαλισμού ούτε έναν ηθικολογικό ευνουχισμό της φύσης ούτε και μια ορθολογιστική (αναπόφευκτα συμβατική) εξίσωση των φύλων στον κοινωνικό βίο. Αλλά σημαίνει τη δυναμική μεταποίηση της φυσικής διαφοράς σε προσωπική σχέση και ενότητα, με απόλυτο σεβασμό της διαφοροποίησης των ρόλων (ή των φυσικών ενεργειών) που αντιπροσωπεύουν τα δύο φύλα.
Η λειτουργία της Ευχαριστίας προϋποθέτει τον άνδρα ιερέα και λειτουργό, γιατί η μεταμόρφωση και αφθαρτοποίηση της ζωής δεν αναιρεί και δεν παραβιάζει τη φυσική λειτουργία της ζωής, τη διαφοροποίηση των φυσικών ενεργειών που αντιπροσωπεύει η διάκριση των φύλων. Για να πραγματωθεί η φυσική ζωή στην προσωπική-υποστατική της συνέχεια, πρέπει ο άνδρας να γονιμοποιήσει το κορμί της γυναίκας. Δυο διαφοροποιημένες φυσικές ενέργειες, τον άνδρα που γονιμοποιεί και της γυναίκας που καρπίζει τη ζωή, συντονίζεται στο κατεξοχήν προσωπικό γεγονός που είναι ο έρωτας. Η ιερουργία της ζωής δεν εξαρτάται περισσότερο απο τον άνδρα και λιγότερο από τη γυναίκα ή το αντίστροφο. Και είναι τουλάχιστον ανεδαφικό να δίνει κανείς αξιολογική προτεραιότητα στον ένα ή στον άλλο ρόλο, αφού και οι δύο αντιπροσωπεύουν μια φυσική αναγκαιότητα που μόνο στο γεγονός της ελευθερίας του προσωπικού έρωτα είναι δυνατό να υπερβαθεί.
Αν λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει το ειδικό χάρισμα της Ιεροσύνης-τη δυνατότητα για την τέλεση της Ευχαριστίας και των Μυστηρίων-μόνο σε άνδρες, δεν το κάνει γιατί υποτιμάει το γυναικείο φύλο ή γιατί θέλει να συντηρεί μια κοινωνική ανισότητα. Αλλά γιατί είναι απόλυτος ο σεβασμός και η πιστότητα της στην αλήθεια του ανθρώπου και της φύσης του-η σωτηρία που η ίδια εκπροσωπεί δεν είναι μια αφηρημένη ηθικολογία άσχετη με την υπαρκτική πραγματικότητα της φύσης. Η μεταμόρφωση και αφθαρτοποίηση της ζωής μέσα στην Εκκλησία προϋποθέτει την αναγωγή της ίδιας της ανθρώπινης φύσης στην υπαρκτική της γνησιότητα και στο αληθινό της «τέλος», που είναι η προσωπική ελευθερία και ετερότητα. Γι'αυτό και ιερουργεί η Εκκλησία την «καινή ζωή» της Χάριτος μένοντας απόλυτη πιστή στη φύση και τη διαφοροποίηση των ενεργειών της φύσης: στη διάκριση των ιερατικών ρόλων του άνδρα και της γυναίκας. Και αυτή η πιστότητα σώζει από κάθε συμβατική εξομοίωση τις απεριόριστες προσωπικές δυνατότητες της αληθινής θηλυκότητας και του αληθινού ανδρισμού. Αλλά η διαφοροποίηση των ρόλων δεν αναιρεί την αναφορά του ιερατικού ήθους και αξιώματος και στα δυο φύλα, αφού είναι κοινή η ιερουργική μεταποίηση της διαφοροποιημένης φυσικής ενέργειας σε προσωπικό γεγονός ερωτικής αυθυπέρβασης και κοινωνίας».
«Η ελευθερία του ήθους»
Χρήστος Γιανναράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου