Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Είδωλο και Εικόνα

Μελέτη και εργασία πάνω στη σκέψη και το έργο του αγίου και Πατέρα της Εκκλησίας, Δαμασκηνού, αναφορικά με τις εικόνες.
 (Απόσπασμα)


«Είναι όλες οι απεικονίσεις εικόνες ή υπάρχουν ορισμένες που μπορεί να εκληφθούν ως εικόνες, ενώ δεν είναι; Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο για τη διευκρίνηση της φύσης της εικόνας. Εισάγεται εδώ μια σημαντική διάκριση στις παραστάσεις της τέχνης-η διάκριση ανάμεσα στην "εικόνα" και στην ψευδώνυμη εικόνα, το "είδωλον". Οι δυο αυτές έννοιες ήταν ταυτόσημες στην αρχαία ελληνική σκέψη, αν και η δεύτερη χρησιμοποιήθηκε μερικές φορές σε αντίθεση προς την αλήθεια. Στην πρώιμη χριστιανική σκέψη, και μέσω αυτής στην πατερική και βυζαντινή φιλοσοφική παράδοση, το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας του "ειδώλου" αξιολογήθηκε αρνητικά. Στον χώρο της τέχνης, οι θρησκευτικές απεικονίσεις των εθνικών ονομάστηκαν "είδωλα". Έτσι, αν η "εικόνα" ως τύπος θεωρήθηκε "σκιά της αλήθειας", εκτιμήθηκε ως αληθής σε σχέση προς το "είδωλο", που ταυτίσθηκε με το ψεύδος. Η οξεία αντιδιαστολή των δυο εννοιών υπάρχει και στον Δαμασκηνό. Απέναντι στις "εικόνες" της θεότητας, τις "χριστιανικές εικόνες", τοποθετούνται "τα είδωλα των εθνών", τα "ελληνικά είδωλα" και "αγάλματα".

Ένα πρώτο κριτήριο για τη διάκριση είναι η ύπαρξη του προτύπου. Ως τώρα θέσαμε σιωπηλά σε παρένθεση το ερώτημα για την αλήθεια του προτύπου. Το κάθε πρότυπο υπάρχει στον νού, του δημιουργού ή του θεατή. Η ιδεατή του υπόσταση είναι αναμφισβήτητη · ειδάλλως δεν θα ήταν δυνατή η προσομοίωση της εικόνας. Το πρόβλημα αφορά στην ύπαρξη κάποιου "πράγματος" εκτός συνειδήσεως-και ιδιαίτερα του υπερβατικού. Για τον Δαμασκηνό, βεβαίως, το πρόβλημα δεν υφίσταται: η Θεότητα υπάρχει. Ολόκληρη η βιβλική και πατερική παράδοση εφιστά την προσοχή σ'αυτό το σημείο, κατά την πολεμική της εναντίον της αρχαίας θρησκείας. Η απεικόνιση αξιολογείται θετικά ή αρνητικά βάσει της πραγματικότητας του προτύπου της. Και είδωλο είναι η παράσταση κάθε μορφής που επινοείται από τον άνθρωπο, είτε πρόκειται για τους θεούς των Ελλήνων είτε για κενταύρους-"ανύπαρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα". Σημειώνουμε ότι ο Δαμασκηνός θα ονόμαζε το ανύπαρκτο πρότυπο "φάντασμα", πάθος της ψυχής χωρίς περιεχόμενο, που δεν προκλήθηκε από κανένα αντιληπτικό αίσθημα.

Δεν αρκεί όμως η ύπαρξη του προτύπου για τον χαρακτηρισμό της απεικόνισης. Τούτο γίνεται φανερό με την παράσταση της Θεότητας. Και οι Εικονόφιλοι και οι Εικονομάχοι δέχονται ότι η Θεότητα υπάρχει-όμως οι δεύτεροι κατηγορούν τους πρώτους σαν ειδωλολάτρες. Οι Εικονομάχοι ονομάζουν είδωλο την εικόνα ενός Θεού, τον οποίο και οι ίδιοι δέχονται ως αληθινό. 

Το δεύτερο-συνυφασμένο με το πρώτο-κριτήριο προωθεί τη συζήτηση: Έστω ότι το πρότυπο υπάρχει ως όν. Υπάρχει όμως και δίνεται ως πρότυπο; Μια παράσταση λ.χ. της πρώτης υπόστασης της Θεότητας (του Πατέρα) παραβλέπει την ανεικονικότητα του σημασιολογικού περιεχομένου της. Άρα διαστρέφει την ίδια τη φύση του, ακολουθεί ένα επινοημένο πρότυπο και είναι μια ψευδώνυμη εικόνα. Για τους Εικονομάχους το ίδιο ισχύει και με την εικόνα του Χριστού. Πρέπει, λοιπόν, να διευκρινιστεί ότι είδωλο μπορεί να ονομαστεί και η απεικόνιση ενός πραγματικού όντος

Στις δυο προηγούμενες περιπτώσεις τα είδωλα έχουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό που δεν αναφέραμε. Πρόκειται όμως για κύριο χαρακτηριστικό, βάσει του οποίου μπορεί ακόμη και μια εικόνα να ονομαστεί είδωλο. Είναι η λειτουργία και η χρήση της εικόνας. Για όσες απεικονίσεις εντάσσονται  στα είδωλα με τα δύο κριτήρια που είδαμε, δεν τίθεται ερώτημα για τη χρήση τους. Δεν μπορεί παρά να είναι λανθασμένη, γιατί ακριβώς δεν μπορεί να υπάρξει ορθή χρήση του ειδώλου. Είναι το είδωλο που, όντας απεικόνιση ανύπαρκτου ή ψευδής απεικόνιση υπαρκτού πράγματος, διεκδικεί το status της εικόνας και υπαγορεύει ανάλογη στάση απέναντι του. Θέλει να έχει ως αναφορά του αυτό που αντιστέκεται στη διαδικασία προσομοιώσεως του (το απόλυτο υπερβατικό) ή απαιτεί λατρεία για ανύπαρκτα ή ανάξια τιμής όντα. Επομένως, η μόνη θετική, για τον Δαμασκηνό, στάση είναι η απόρριψη του ειδώλου. 

Μπορεί η ίδια χρήση, το βλέμμα του θεατή, να υπερβεί τις αντικειμενικές προϋποθέσεις (ύπαρξη και εικονικότητα προτύπου) και να άλλαξει τον χαρακτήρα μιας απεικόνισης; Να αναβιβάσει ένα είδωλο σε εικόνα ή το αντίστροφο; Η πρώτη περίπτωση είναι αδιανόητη στη σκέψη του Δαμασκηνού, ενώ η δεύτερη είναι όχι μόνο θεωρητικά δυνατή αλλά και ιστορικά καταγραμμένη. Και στοιχείο γι'αυτή την ειδωλοποίηση  της εικόνας είναι η χρήση της. Πρόκειται για τη μεταφορά στην εικόνα της στάσης που προσιδιάζει στο είδωλο. Μία είναι η στάση που προσιδιάζει στα είδωλα: η "ελληνική", ή "των ελλήνων <δηλ. εθνικών> άτοπος χρήσις", σε αντίθεση με "την της Εκκλησίας ευσεβώς γινομένην". Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των χρήσεων ίσως είναι κοινά: "έθυον...Έλληνες, αλλά και...Ισραήλ...θύει και η Εκκλησία...τας εικόνας ανετίθουν Έλληνες, αλλά και ο Ισραήλ...<και> ημείς". Ακόμα και η αναλογία των σχετικών πράξεων δεν είναι αποφασιστική. 

Στον Δαμασκηνό, και σε κάθε στοχαστή που αντιπαρατίθεται σε ένα σύστημα σκέψης και πρακτικής ολοκληρωμένο όπως και το δικό του, αυτό που βαρύνει δεν είναι η (συχνά ταυτόσημη) δομή, αλλά το περιεχόμενο. "Έθυον <και> ανετίθουν εικόνας" και οι δύο: οι μέν "δαίμοσιν", οι δε "Θεώ". Πάντως και οι δύο συμφωνούν ότι μία απεικόνιση (για τον Δαμασκηνό μόνο στην περίπτωση που είναι είδωλο) μπορεί να είναι "κατοικητήριο δαιμόνων". 


Στο είδωλο σημασιοδοτείται κατ'αρχήν εσφλμένα το πρότυπο ως θεότητα. Θεωρείται το ίδιο θεός και δέχεται την ανάλογη προσκύνηση. Στην εικόνα η πιθανή ολίσθηση πρός το είδωλο αφορά στο είδος της προσκύνησης. Ο Δαμασκηνός επιμένει στη λατρεία, στρέφοντας την προσοχή του στις πρακτικές συνέπειες της κατασκευής και της λειτουργίας των ειδώλων. Η ειδωλοποίηση της εικόνας είναι αποτέλεσμα δύο πιθανόν παρερμηνειών του θεατή, τις οποίες συνάγουμε από τη μέχρι τώρα ανάλυση. Πρώτη εσφαλμένη ερμηνεία είναι η ταύτιση της αναφοράς (δηλ. του προτύπου) με το ομοίωμα. Δεν έχουμε συμβατική (στο πλαίσιο της τέχνης) υπό-κατάσταση του αναφερομένου, αλλά λειτουργική αντί-κατάσταση του από το ομοίωμα. Στην περίπτωση μάλιστα του ειδώλου του υπερβατικού, το τελευταίο περιορίζεται στην εξωτερική μορφή του. Εδώ υποβαθμίζεται η αναφορικότητα ως βασικό στοιχείο της σχέσης εικόνας-προτύπου και συρρικνώνεται προς όφελος της (εξωτερικής) ομοιότητας τους. Ο υπερτονισμός της, συνδυαζόμενος με το κοινό όνομα εικόνας και προτύπου, ενισχύει τον κίνδυνο μιας τέτοιας παρερμηνείας. Η εικόνα χάνει την αναφορά της σε κάτι έξω από αυτήν και δίνει η ίδια νόημα στον εαυτό της. Καταστρέφει την ετερότητα του υπερβατικού και εκμηδενίζει την απόσταση της από αυτό, θέλοντας να το περικλείσει

Στο πλαίσιο της σκέψης του Δαμασκηνού μπορεί να σημειωθεί και η δυνατότητα για μια δεύτερη παρερμηνεία, στην προέκταση της πρώτης. Αν στην πρώτη η απορρόφηση του προτύπου οδηγεί στη λατρεία της εικόνας (είδωλο πλέον), η συμπεριφορά απέναντι της προϋποθέτει ακόμη κάτι επιπλέον που ενυπάρχει στο είδωλο: μιά δύναμη, ένα δαιμόνιο. Αντιθέτως τώρα, η υποβάθμιση ή και η άγνοια της αναφοράς κατευθύνει πρός μιά διαφορετική αυτονόμηση της εικόνας. Αξιώνει την έλλειψη συμπεριφοράς απέναντι στην εικόνα, μια ουδέτερη (εγκλωβισμένη στα αντιληπτικά αισθήματα) στάση. Απορρίπτει μια θέαση με γνωστικό ενδιαφέρον, που θα δίνει προτεραιότητα στη λειτουργία της εικόνας, άρα στην υπερβατικότητα της. 

Αυτό που προκρίνεται είναι η θεώρηση της εικόνας υπό στενά εννούμενη οντολογική προοπτική, ως φυσικού αντικειμένου, ως σώματος ή επιφάνειας. Η απώλεια του σκοπού έχει πρωτεύουσα σημασία. Το αντικείμενο ερμηνεύεται ως η ίδια η αναφορά του. Έτσι η εικόνα κατανοείται ως αυτοαναφερόμενη οντότητα, πράγμα αδιανόητο για τον Δαμασκηνό. Μια τέτοια στάση μπορεί να οδηγήσει στην εμμονή σ'αυτό που απομένει: στην ύλη της εικόνας και τη διευθέτηση της, στα χρώματα και στα σχήματα-στην ωραιότητα. Συνεπώς, η αισθητική (υπό τη σύγχρονη έννοια) στάση πρός την εικόνα είναι μια ερμηνεία που την καθιστά είδωλο. Πρέπει να τονίσουμε, ωστόσο, ότι ο αντικειμενικός πυρήνας μιας εικόνας μένει άθικτος. 

Αν εκπέσει σε είδωλο, τότε δεν συνεπάγεται ουσιαστική και οριστική απώλεια του status της εικόνας, αλλά μόνο αλλαγή του τρόπου θέασης της. Η αλλαγή έγινε κατά το ποσοστό που παρεμβαίνει η υποκειμενικότητα του ερμηνευτή. Η πλάνη του ερμηνευτή δεν πιστοποιεί το ψεύδος της εικόνας. Η ειδωλοποίηση δεν επιδρά στις σχέσεις δημιουργού-εικόνας-ιδέας-προτύπου, αλλά αντανακλά τη σχέση θεατή-εικόνας-ιδέας-προτύπου. Η εικόνα γίνεται είδωλο μόνο για τους θεατές, οι οποίοι την ερμηνεύουν με τους δυο τρόπους που μόλις είδαμε. Τούτο δείχνει τη σημασία της μεσολάβησης του ερμηνευτή αλλά και τα όρια της. Η αναφορά στη στάση απέναντι στο είδωλο, ως ουσιαστικού λόγου διαφοράς του με την εικόνα, μας φέρνει στο γενικότερο πρόβλημα της στάσης του θεατή προς την εικόνα και την επικοινωνία τους».

«Βυζαντινή φιλοσοφία της εικόνας»
Γ. Ζωγραφίδης, εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου