Βυζαντινός Ναός στο Φόδελε Ηρακλείου-Κρήτης |
«Η αυτοκρατορική εξουσία ακολουθεί απαρασάλευτα την εφαρμογή των νόμων με τέτοιες μόνο εξαιρέσεις που δεν αλλοιώνουν την τάξη και προέρχονται από ένα «λαϊκό δίκαιο» κατ'επιταγή ενός καθολικού συμφέροντος. Ούτε ο αυτοκράτορας σφετερίζεται ατιμώρητα και ανεξέλεγκτα την ιερατική εξουσία, ούτε και κατά τον ίδιο λόγο και ο ιερέας σφετερίζεται την πολιτική. Η Εκκλησία ωστόσο αυτοδιοικείται σε ότι αφορά την προκοπή του λαού, η οποία είναι συνυφασμένη και με την πολιτική ζωή· η ουράνια σμίγει με την επίγεια και μονάχα στα πλαίσια αυτής εντοπίζεται.
Ωστόσο είναι απαραίτητο να γίνουν μερικές ιστορικές αναδρομές και παρατηρήσεις, μια και οι γνώμες των ιστορικών ποικίλλουν, και το κυριότερο υπάρχουν ουκ ολίγες απλουστεύσεις, βεβιασμένες ερμηνείες και προκαταλήψεις. Κατ'αναπότρεπτη αναγκαιότητα ο βυζαντινός αυτοκράτορας συνεχίζει να έχει μια «καθιέρωση» του εθνισμού, του pontifex maximus. Αρκετές φορές αυτοκράτορες επικαλέστηκαν την ιερατική εξουσία. Αλλά ιστορικά είναι μεγάλο πρόβλημα κατά πόσο η επίκληση αυτή στηρίζεται σε μια πράξη και σε μια πρακτική. Πολλές φορές έχει το νόημα του «βασίλειου ιερατεύματος». Και στην προκειμένη περίπτωση καταλαβαίνει κανείς εύκολα πώς, αν ο κάθε πιστός είναι ιερέας κατά το βασίλειο ιεράτευμα, ο αυτοκράτορας είναι πρώτος και κατά μείζονα λόγον. Στην ενδημούσα σύνοδο του 448, στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταδικάστηκε ο Ευτύχης, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' επευφημήθηκε ως αρχιερέας και βασιλιάς. Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος εξάλλου, επιχειρώντας να επιβάλει τα σχέδια της εικονομαχίας, έγραψε προς τον Ρώμης Γρηγόριο Β': «Βασιλεύς ειμί και ιερεύς». Ωστόσο αυτές οι τάσεις πέρα από το ότι σε ομαλές και κανονικές περιστάσεις σήμαιναν ιδιότητες του βασιλείου ιερατεύματος, σε συγκεκριμένες οξύτατες συγκρούσεις πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας αποτελούσαν καταχρήσεις και υπερβάσεις. Τότε και οι αντιδράσεις από το μέρος της εκκλησιαστικής πλευράς, και όχι μονάχα από την ηγεσία, ήταν σκληρές και ανυποχώρητες. Ο Μάξιμος Ομολογητής, λόγου χάρη, στον αγώνα του εναντίον των διαταγμάτων του Ηρακλείου και του Κώνσταντος Β', διατύπωσε λαγαρές απόψεις που δείχνουν το ισχύον βυζαντινό πρότυπο. Οι αντιδράσεις αυτές υπενθυμίζουν μια κρατούσα πρακτική δικαιοδοσία και δεν παραπέμπουν σε αυτοσχεδιασμούς της στιγμής εκείνης. Αλλά οι αγώνες αυτοί εναντίον των υπερβάσεων της αυτοκρατορικής εξουσίας δεν έμειναν ατελέσφεροι. Στα σπουδαιότερα και τα πιο συνταρακτικά θέματα της Αυτοκρατορίας τελικά επικράτησαν οι απόψεις της Εκκλησίας, η οποία πάντοτε ως αυτοδιοικούμενη συγκρουόταν με όλα τα μέλη του σώματος, και όχι μόνο με παρατάξεις της ιεραρχίας, και τελικά επέβαλλε της δικής της γραμμή. Έτσι, σύμφωνα με μερικά άκρως σπουδαία θέματα που αφορούσαν όχι μονάχα την πίστη της Εκκλησίας, αλλά και ζωτικά αυτοκρατορικά συμφέροντα, η αυτοκρατορική εξουσία δεν μπόρεσε να υπαγορεύσει τις θελήσεις στην Εκκλησία: 1) δεν πέτυχαν οι αυτοκράτορες να συμβιβάσουν ορθοδόξους και Αρειανούς, 2) ο Βασιλίσκος, ο Ζήνων, ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β' δεν κατάφεραν με τα αυτοκρατορικά τους διατάγματα να προσεταιριστούν τους μονοφυσίτες, 3) δεν επέβαλαν τελικά τα σχέδια της εικονομαχίας και 4) τίποτα δεν κατόρθωσαν στις απόψεις για την ένωση Ανατολής και Δύσης.
Κάπου στη Κρήτη... |
Τίθεται επομένως το κοφτερό ερώτημα: υπήρχε πράγματι καισαροπαπισμός; Και πως ένας καισαροπαπισμός δεν κατόρθωσε τίποτα ουσιαστικό σε σοβαρά ζητήματα της Αυτοκρατορίας; Η απάντηση είναι δύσκολη, αν πρόκειται κανείς ν'απαντήσει κατά το ναι και το ού. Εξάπαντος η μικροσκοπική εξέταση των ιστορικών γεγονότων δείχνει πως καισαροπαπικές επιβολές έγιναν πάμπολλες, σε περιπτώσεις κυρίως διοικητικές και σε εκλογές εκκλησιαστικών ηγετών. Άλλωστε ήδη ο 30ος αποστολικός κανόνας υποβάλλει ως τιμωρία την καθαίρεση σε όσους αποκτούν ιερατικά αξιώματα με την υποστήριξη κοσμικών αρχόντων. Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο 3ος κανόνας της Ζ' οικουμενικής συνόδου. Το παράδοξο θα ήταν σ'ένα τέτοιο «σύστημα» με αυτοδιοικούμενη την Εκκλησία στα εσωτερικά της θέματα, και με μια ισχυρή αυτοκρατορική εξουσία που είχε άμεσες σχέσεις προς την Εκκλησία, να μην γίνονταν αυτές οι υπερβάσεις. Η εξέλιξη αυτών των σχέσεων λοιπόν σ'αυτές τις επιμέρους περιπτώσεις ηταν αυτονόητη. Αν όμως γίνει μακροσκοπική θεώρηση της σύγκρουσης αυτοδιοικούμενης Εκκλησίας και Αυτοκρατορίας, φαίνεται καθαρά και ξάστερα πως μακροπρόθεσμα η Εκκλησία επέβαλλε τις θέσεις της, όπως ακριβώς μνημονεύτηκαν παραπάνω περιπτώσεις σπουδαίες, ζητήματα ζωής και θανάτου. Αλλωστε η ίδια η σύγκρουση πείθει πως υπήρχε μια αυτοδιοικούμενη Εκκλησία, η οποία αντιδρούσε επί δεκαετίες και αιώνες ακόμα σε θέματα που αφορούσαν το περιεχόμενο της πίστης, όπως αυτή η ίδια με τους πνευματικούς της λειτουργούς το κατανοούσε. Στη μικροσκοπική λοιπόν εξέταση των ιστορικών πραγμάτων φαίνεται καισαροπαπισμός, και στη μακροσκοπική προβάλλει η δύναμη της Εκκλησίας ως συνολικού χαρισματικού οργανισμού να επιβάλλει τις δικές της θέσεις στην αυτοκρατορική εξουσία. Άλλωστε Αυτοκρατορία και Εκκλησία είχαν τον ίδιο λαό με τα ίδια οράματα, παρ'όλες τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των τότε τάξεων της κοινωνίας. Η Εκκλησία δηλαδή εύκολα αναζωπύρωνε όχι μονάχα την πίστη στην Ορθοδοξία, αλλά και τα «εθνικά» αισθήματα, προβάλλοντας πολιτικά συμφέροντα, καθώς η Ανατολή πάντοτε κινδύνευε να υποδουλωθεί πολιτικά και οικονομικά στη Δύση, κάτι που τελικά δεν το απέφυγε».
Δογματική και Συμβολική Θεολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου