Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Οικονομία και Κυβέρνηση (Μέρος Α')


          «Το χαρισματικό σώμα της Εκκλησίας έχει ιεραρχική οργάνωση, και συνάμα κατ'αναπότρεπτη αναγκαιότητα διαμορφώνει ποικιλία σχέσεων πρός τον κόσμο. Ακόμα και η Εκκλησία των κατακομβών έχει μια σχέση-αυτή είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη σχέση-προς τις δυνάμεις και τις εξουσίες της ιστορίας. Η ποικιλία αυτών των σχέσεων του χαρισματικού σώματος προς τα ιστορικά σχήματα έχει δύο άμεσες συνέπειες: 1) Η Εκκλησία προσλαμβάνει αυτά τα σχήματα και μπορεί να τα αναπλάσει και 2) δέχεται τραύματα στην ανθρώπινη πλευρά της, και μπορεί να παρουσιάσει αλλοτριωτικές αλλοιώσεις στη ζωή των μελών της.

          Η Εκκλησία ωστόσο παλεύει να «καθαιρέσει» όλες τις διαβρωτικές αυτές αλλοιώσεις και να οικοδομήσει τον σωστό τρόπο ζωής, της σωτηρίας, της τελείωσης, της αγάπης και της μετοχής στη δόξα της Θείας Βασιλείας. Εν πάση περιπτώσει τίποτα δεν γίνεται κατά παρθενογένεση· είτε «καθαίρει» η Εκκλησία τις διαβρωτικές δυνάμεις, είτε μεταμορφώνει προοδευτικά τον κόσμο, είτε υφίσταται τραύματα και αλλοιώσεις, κατ'ανάγκη αναπότρεπτη έχει σχέσεις προς όλα τα ιστορικά σχήματα. Επομένως δεν αποκλείεται η σχέση της πρός τις πολιτικές εξουσίες. Θέλει δε θέλει θα έχει μια τέτοια σχέση. 

          Το άκρως αξιοπερίεργο στις ημέρες μας είναι το γεγονός ότι νεότεροι θεολόγοι και ερασιτέχνες της θεολογίας και της διανόησης, κατά ένα μεγάλο ποσοστό έχουν εντοπίσει το θανάσιμο αμάρτημα της Εκκλησίας στη σχέση και τη συνεργασία της με τον Καίσαρα. Έτσι ύστερα από το πρώτο θανάσιμο αμάρτημα, που εντοπίζεται στην ερωτική συμπεριφορά, προστέθηκε και ο Καίσαρας. Έρωτας και Καίσαρας είναι τα δυό (μοναδικά) θανάσιμα αμαρτήματα. Μερικοί μάλιστα φθάνουν στο σημείο να πιστεύουν πως αν λύσουν αυτά τα δύο προβλήματα, επιτέλους θα φτιάξουν μια «ηθική» και αγγελική Εκκλησία!

          Επομένως θέμα βασικό της δογματικής θεολογίας, όπως την καθορίσαμε στην Εισαγωγή και στον πρώτο τόμο της Δογματικής, είναι και η εξέταση της σχέσης του χαρισματικού σώματος της Εκκλησίας προς την κάθε μορφής εξουσία. Το θέμα αυτό έχει την ιστορική και τη θεολογική του πλευρά. Ως προς την ιστορική πλευρά ευθύς εξαρχής ο ερευνητής δογματολόγος αντιμετωπίζει τους δύο τεχνικούς όρους που πλάστηκαν από νεότερους ιστορικούς: 1) τον καισαροπαπισμό και 2) την παποκρατία. Με τον πρώτο εννοούν την υποταγή της Εκκλησίας ενμέρει ή εξολοκλήρου στην αυτοκρατορική εξουσία. Με τη δεύτερη εννοούν την υποταγή της κοσμικής εξουσίας στην εκκλησιαστική. Με άλλη γενική διατύπωση κατά το πρώτο σχήμα έχουμε προστασία της εκκλησιαστικής ζωής από την πολιτική εξουσία· τούτο όμως πολλοί δεν το θέλουν ως καισαροπαπισμό ή εν πάση περιπτώσει το επισημαίνουν ως ένα σύστημα εκλεπτυσμένου καισαροπαπισμού «συναλληλίας» των δύο εξουσιών. Κατά το σύστημα της παποκρατίας η Εκκλησία προστατεύει κάθε εξουσία για την ευημερία και την προκοπή των λαών. Το πρώτο σύστημα, του καισαροπαπισμού ή της λεγόμενης συναλληλίας, αποδίδεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ το δεύτερο, της παποκρατίας, αποδίδεται στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Έτσι η εκκλησιαστική ζωή και στις δύο περιοχές πήρε τον ανάλογο χρωματισμό της από τον τρόπο της σχέσης της προς την κοσμική εξουσία. Εδώ δεν μπορούμε να συζητήσουμε κατά πόσο οι γενικές αυτές απόψεις είναι σωστές και ποιό σύστημα είναι το καλύτερο. Η Εκκλησία ωστόσο δεν μπορεί να υιοθετήσει ένα πάγιο σύστημα σχέσεων πρός την κοσμική εξουσία, γιατί οι σχέσεις εξάπαντος είναι προσωρινές. Στην προκειμένη περίπτωση τον ορθόδοξο δογματολόγο τον ενδιαφέρει η κατάσταση που κυριάρχησε στη μακρά πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σ'αυτή διαμορφώθηκε η οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η σχέση της προς την κοσμική εξουσία.

Ωστόσο απαιτείται καταρχήν σωστή διακρίβωση των όρων ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πρώτα πρώτα η αυτοκρατορική εξουσία έχει μια καταφάνερη ιδιοτυπία, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τα στοιχεία του πολιτισμού που προηγήθηκε από το Χριστιανισμό. Είναι σαφής η «θεοκρατική» μορφή, αλλά σαφής επίσης και η ιδιαιτερότητα. Ο Ευσέβιος, βασισμένος σε μια πραγματικότητα, υποστηρίζει ότι ο βασιλιάς είναι φίλος του Θεού και κυβερνάει κατά μίμιση της Θείας φιλανθρωπίας. Η άποψη αυτή μπορεί να παρεξηγηθεί από πρόχειρες  εκτιμήσεις και a priori προκαταλήψεις. Εδώ βεβαίως η εξουσία έχει το χρίσμα από τον Θεό, αλλά η φιλία αυτή, του αυτοκράτορα με τον Θεό τον υποχρεώνει να είναι πάντοτε φίλος με το λαό, ο οποίος τελικά, ως χριστιανικός, είναι ο κατεξοχήν φίλος του Θεού. Η θεοκρατία αυτή, όσο κι αν τούτο φαίνεται παράδοξο, έχει λαϊκή βάση, παραπλήσια με την εκκλησιολογική. Δεν μπορεί ο αυτοκράτορας να κάνει κάτι που δεν ταιριάζει στο λαό ή δεν το θέλει ο λαός. Έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε, για ποιό λόγο στο Βυζάντιο ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη υπήρχε κληρονομική βασιλεία. Η αυτοκρατορική εξουσία δυνάμει και κατά θεωρία, μια και ανήκε οργανικά σ'όλο το σώμα του λαού, μπορούσε να περάσει στα χέρια οποιουδήποτε υπηκόου της Αυτοκρατορίας. Η βασική τούτη αρχή, που στην ιστορία πάμπολλες φορές πραγματώθηκε, εξάπαντος δεν είναι κάτι το τυχαίο, αλλά αποτελεί το πεντόσταγμα αυτού του πολιτεύματος που λέγεται θεοκρατική αυτοκρατορική εξουσία. Η διαφορά της ίσως είναι ριζική σε σχέση με παρόμοιες τέτοιες εξουσίες. 

          Αν δεν πάρουμε σωστά τούτη τη βάση, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τόσο την ιδιοτυπία της αυτοκρατορικής εξουσίας όσο και τη σχέση της προς την εκκλησιαστική εξουσία. Όλη λοιπόν η Αυτοκρατορία είναι Εκκλησία, όπως άλλωστε και όλη η κτίση. Εδώ όμως υπάρχουν και απτά όρια, μιά και ο λαός, ως κυρίαρχο σώμα, είναι ο ίδιος που ανήκει στην πολιτεία και συνάμα στην εκκλησιαστική κοινότητα. Η κυβέρνηση του καταρχήν γίνεται από τον Θεό. Ο αυτοκράτορας, που έχει το χάρισμα να κυβερνήσει, είναι χρισμένος από τον Θεό και συνάμα από το λαό, γιατί όλοι μαζί, λαός και αυτοκράτορας είναι φίλοι του Θεού. Έτσι και η κυβέρνηση, κατά μίμηση της Θείας κυβέρνησης, είναι ένα κομμάτι από τη Θεία Οικονομία. Η Θεία Οικονομία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κυβέρνηση του σύμπαντος και της ιστορίας με μια τέτοια πράξη, η οποία τα πάντα διευθετεί κατά το συμφέρον, και επομένως σημασία δεν έχει η ακαμψία της τάξης-η οποία ακαμψία φυσικά κυριαρχεί- αλλά η θεραπεία κάθε δυσκολίας και η τελείωση των πάντων. Ο Ευσέβιος στις αρχές του έργου του κιόλας τονίζει πως κέντρο της ιστορίας του είναι η οικονομία του Θεού σωτήρα, η οποία διευθετεί τα πάντα με φιλανθρωπία και ευμένεια. 

Επομένως η κυβέρνηση τόσο της πολιτείας όσο και της Εκκλησίας μιμείται την τάξη της Θείας Φιλανθρωπίας·  το κάθετι πρέπει να γίνεται για την προκοπή του λαού. Οι δύο λοιπόν εξουσίες, η αυτοκρατορική και η εκκλησιαστική, έχουν καταρχήν αυτή την κοινή βάση από το ένα μέρος, και δεν διαφοροποιούνται βεβαίως από το γεγονός ότι η πρώτη ενδιαφέρεται για τα εγκόσμια και η δεύτερη για τα ουράνια από το άλλο. Τέτοιες «σχιζοφρενικές» διασπάσεις μόνο στη σκέψη σύγχρονων ερευνητών υπάρχουν και όχι φυσικά στο πρότυπο που εξετάζουμε. Δεν υπήρχε ποτέ διαλεκτική μεταξύ επίγειας και ουράνιας πραγματικότητας, γιατί οι δύο αυτές πραγματικότητες είναι συνυφασμένες στα ιστορικά και πολιτικά πράγματα της Αυτοκρατορίας· απλώς όμως πάνω στα ίδια πράγματα (επίγεια και ουράνια, πολιτική και εκκλησιαστική κοινότητα) και αναπότρεπτα πάνω στους ίδιους υπηκόους της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας, ασκούνται δύο διαφορετικές εξουσίες. Η διαφοροποίηση λοιπόν αναφέρεται σε δύο βασικές λειτουργίες· η εκκλησιαστική εξουσία είναι καθαρά χαρισματική, θεραπευτική και επομένως ασκείται με ιαματικούς κανόνες, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία ασκείται με νόμους. Και όλοι ξέρουμε τι είναι νόμος και δικαιική τάξη. Τα απαραίτητα χαρακτηριστικά τους, η κυριαρχία και η δύναμη αναγκασμού, δεν μπορούν να εντοπιστούν στους κανόνες καθεαυτούς. Οι δύο εξουσίες, ενώ ακολουθούν τη θεία οικονομία, διαφοροποιούνται και ως προς τον τρόπο εφαρμογής των κανόνων και των νόμων. Η εκκλησιαστική εξουσία είναι ευέλικτη, εύκαμπτη και εφαρμόζει το κατ'οικονομίαν με κίνητρα την αγάπη και τη διόρθωση των μελών της κοινότητας, δίχως καμία τάση για κατάλυση της ευταξίας».

Δογματική και Συμβολική Θεολογία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου