«Φαινόντουσαν λυπημένοι στα πρόσωπα τους και τούτο το αγάπησαν · διψούσαν για πόνο και είπαν πώς μόνο διαμέσου του πόνου φθάνει κανείς στην αλήθεια. Και ιδού το μαρτύριο τους. Όταν έγιναν κακοί άρχισαν να μιλούν για αδελφοσύνη και για ανθρωπιά, και τούτες τις ιδέες τις εννοούσαν.
Όταν έγιναν εγκληματίες επινόησαν τη δικαιοσύνη και οι ίδιοι έγραψαν ολόκληρους τόμους για να τη συντηρήσουν, και ως σύμβολο αυτών των νομικών πραγματειών έστησαν τη λαιμητόμο. Σπάνια θυμόντουσαν αυτό που είχαν απολέσει · ακόμη δεν ήθελαν να πιστέψουν πώς κάποτε ήσαν αθώοι και ευτυχισμένοι. Μέχρι που γελούσαν μπροστά στη δυνατότητα αυτής της παλιάς ευτυχίας τους, και την ονόμασαν όνειρο.
Αφού έχασαν κάθε πίστη στην προηγούμενη ευτυχία, αφού την ονόμασαν παραμύθι, είχαν μια τέτοια επιθυμία να γίνουν και πάλι αθώοι και ευτυχισμένοι, ώστε υποτάσσονταν ταπεινωτικά μπροστά στις επιθυμίες της καρδιάς τους, σαν παιδιά. Έκαμαν έναν Θεό απ τούτη την επιθυμία της καρδίας τους, έχτισαν Εκκλησίες και άρχισαν να προσεύχονται σ'αυτή την ίδια την επιθυμία τους, ενώ ταυτοχρόνως ήταν παντελώς πεπεισμένοι ότι ήταν απραγματοποίητη και ανύπαρκτη. Αλλά και αν υπήρχε μία δυνατότητα να επιστρέψουν στην κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που απώλεσαν και αν κάποιος αιφνίδια τους την έδειχνε και τους ρωτούσε αν θέλανε να επιστρέψουν σ'αυτήν, είναι βέβαιο πως θα αρνιόντουσαν.
Ο ένοχος που ήταν η αιτία να χαθεί ο παράδεισος λέγει: «Εόρταζαν τα βάσανα τους με τα τραγούδια τους. Πήγα μαζί τους, συστρέφοντας τα χέρια μου και κλαίγοντας γι'αυτούς. Αλλά τους αγαπούσα, ίσως και περισσότερο απο πριν, όταν ακόμη ο πόνος γραφόταν στα πρόσωπα τους και όταν ήσαν αθώοι και τόσο όμορφοι. Έφτασα να αγαπήσω τη γη τους που τη βρώμισαν, περισσότερο ακόμη και απο όταν ήταν παράδεισος, απλώς και μόνον επειδή σ'αυτήν φανερώθηκε ο πόνος» (Το όνειρο ενός γελοίου, Ντοστογιέβσκη).
Ο ένοχος που ήταν η αιτία να χαθεί ο παράδεισος λέγει: «Εόρταζαν τα βάσανα τους με τα τραγούδια τους. Πήγα μαζί τους, συστρέφοντας τα χέρια μου και κλαίγοντας γι'αυτούς. Αλλά τους αγαπούσα, ίσως και περισσότερο απο πριν, όταν ακόμη ο πόνος γραφόταν στα πρόσωπα τους και όταν ήσαν αθώοι και τόσο όμορφοι. Έφτασα να αγαπήσω τη γη τους που τη βρώμισαν, περισσότερο ακόμη και απο όταν ήταν παράδεισος, απλώς και μόνον επειδή σ'αυτήν φανερώθηκε ο πόνος» (Το όνειρο ενός γελοίου, Ντοστογιέβσκη).
Ο μεγάλος Ρώσος φιλόσοφος, Νικόλαος Μπερδιάγιεφ, πολύ εύστοχα σχολιάζει: «Είναι φορές που εγείρεται η επιθυμία να προτιμήσει κανείς την αμαρτωλή μας γη με τις άπειρες ανικανοποίητες φιλοδοξίες και τις πολύμορφες αντινομίες της και τα βάσανα της, παρά τούτον το στενό, πεπερασμένο και ικανοποιημένο παράδεισο. [...] Μέσα στον άνθρωπο ζεί ένα περιπαθές όνειρο παραδείσου, ένα όνειρο χαράς και ελευθερίας, ομορφιάς, ανήμερης δημιουργικής δύναμης, ένα όνειρο αγάπης. Μερικές φορές παίρνει τη μορφή χρυσής εποχής του παρελθόντος. Άλλες φορές, εκφράζεται με τη μεσσιανική προσδοκία, που κατευθύνεται προς το μέλλον. Πρόκειται όμως για το ίδιο όνειρο, το όνειρο ενός πλάσματος που τραυματίστηκε απο τον χρόνο και που επιθυμεί διακαώς να βγει έξω απο τον χρόνο» (Δοκίμιο εσχατολογικής μεταφυσικής, Νικολάου Μπερδιάγιεφ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου