Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Θρησκεία και Εκκλησία

        Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά Εκκλησία. Κέντρο της χριστιανικής πίστης είναι η ιστορία και όχι η φύση. Η θρησκεία είναι φυσιοκρατική και κοσμολογική. Η Εκκλησία είναι ιστοριοκρατική και εσχατολογική. Έργο της Εκκλησίας είναι η πραγμάτωση της βασιλείας του Θεού. Η ύπαρξης της είναι μιά διαρκής ιστορική ένταση ανάμεσα στις δύο Παρουσίες του Χριστού: στην Πρώτη (Ενσάρκωση-Ανάσταση) και στη Δευτέρα (Κρίση-Βασιλεία).
   
        Η Εκκλησία δεν είναι παραλλαγή της θρησκείας ούτε ανταγωνιστής της. Δεν στοχεύει στην αιώνια επανάληψη της φύσης (όπως η θρησκεία) αλλά στην εσχατολογική αναφορά της κτίσης και του κτίσματος στον Κτίστη (ευχαριστιακή αντίληψη), στην ιστορική καινοτομία απο την Πτώση στην Ανάσταση ( «καινή κτίσης» , «καινός άνθρωπος») και στην αναγωγή του «μή όντος» σε «όν».
   
   
        Η φύση «συστενάζει» και «συνωδίνει». Η Εκκλησία αναλαμβάνει εσχατολογικά τις ωδίνες και τους στεναγμούς του κόσμου. Η Θρησκεία αρκείται να επαναλαμβάνει αυτούς τους στεναγμούς κι έτσι μένει κοιλάδα των θρήνων, αντηχώντας τον ανθρώπινο πόνο χωρίς αναστάσιμη ελπίδα. Η φύση δεν είναι ο κόσμος της θρησκείας, αλλά η κτίση της Εκκλησίας. Γι'αυτό και εξαίρεται το «σκανδαλώδες» δόγμα της δημιουργίας εκ του μηδενός, σ'αντίθεση με τους κοσμογονικούς μύθους όλων των θρησκειών (πλήν του Ιουδαϊσμού φυσικά), όπου ο Θεός δεν δημιουργεί τον κόσμο, αλλά δημιουργείται μετά τον κόσμο. Στον Πλάτωνα «προβιβάζεται» σε διακοσμητή της προϋπάρχουσας κοσμικής αταξίας. Ο Μάξιμος αποκαλεί τον κόσμο «αχειροποίητη Εκκλησία», δίνοντας σ'αυτόν σαφώς εσχατολογική χροιά. 
   
        Η Εκκλησία δεν διεκδικεί τίποτε απο τη θρησκεία ούτε την ανταγωνίζεται. Γι'αυτό άλλωστε η Ορθόδοξη Ιεραποστολή ήταν πάντοτε λειτουργική, ασκητική κι εσχατολογική, και ποτέ μαχητική, στρατευμένη ή στρατιωτικοποιημένη. Οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι κτίζουν Εκκλησίες και μοναστήρια μέσα στην έρημο, δοξολογώντας τον Θεό, χωρίς να κάνουν προσηλυτισμό με τη φιλανθρωπία (νοσοκομεία, σχολεία) ή με τη βία (σταυροφορίες, αποικισμός). Ο εκχριστιανισμός των Σλαύων και το έργο του Κυρίλλου και Μεθοδίου, που δεν επέβαλαν την ελληνική γλώσσα, αλλά συνέτειναν στην ανάπτυξη της αυτόχθονης γλώσσας, μας δίνουν ένα παράδειγμα πως θα ήταν ο «Τρίτος Κόσμος» σήμερα, αν δεν είχε γνωρίσει το Χριστό με το σταυρό του ιησουϊτη και το ξίφος του αποικιοκράτη. 
   
        Η θεολογική ταυτότητα και η θρησκειολογική ιδιαιτερότητα της Εκκλησίας είναι εσχατολογική. Γι'αυτό κυριαρχεί το προφητικό, προδρομικό και μεσσιανικό στοιχείο. Η Εκκλησία ως άλλος Πρόδρομος όχι της Πρώτης πιά, αλλά της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, κηρύσσει τη Μετάνοια. Αναγνωρίζει τα «σημεία των καιρών» και ως η Νύμφη του Μεσσία κάνει τη «διάκριση των πνευμάτων» κάθε ιστορικής εποχής, οδεύοντας την οδό της Βασιλείας του Θεού.
   
        Η Εκκλησία δεν είναι ο σωσίας της θρησκείας. Δεν είναι ένας άλλος τρόπος του «θρησκεύεσθαι», ανώτερος, καλύτερος ή καταλληλότερος. Η Εκκλησία είναι ένας άλλος τρόπος (ένας «καινός» τρόπος) αναθεώρησης και βίωσης της ιστορίας, στις δύο διαστάσεις της, τη μακροϊστορική και τη μικροϊστορική, δηλαδή στην πορεία της ανθρωπότητας και στην προσωπική ζωή κάθε ανθρώπου.
    
        Η Εκκλησία ως καινός τρόπος βίωσης της μακροϊστορίας σημαίνει ότι ικανώνει τον άνθρωπο να βλέπει τα κοσμοϊστορικά συμβάντα με άλλο «μάτι», να διαβάζει προφητικά την εξέλιξη της ιστορίας της ανθωπότητας και να δίνει την πρέπουσα σημασία στην ιστορική πραγματικότητα της εποχής του, μετέχοντας ενεργά σ'αυτήν και δίνοντας της κατεύθυνση εσχατολογική. Έτσι προετοιμάζει την οδό της μετάβασης απο τη βασιλεία της ανάγκης στη βασιλεία της ελευθερίας των τέκνων του Θεού.
   
        
         Απόδειξη αυτού είναι ότι ο μοντέρνος κόσμος, με την αμφιλεγόμενη αλλά αναντίρρητη πρόοδο του, βλάστησε σε έδαφος πολιτισμένο απο τα νάματα του ευαγγελίου. Οι αποτυχίες αυτού του κόσμου οφείλονται (απο αυτή την άποψη ακριβώς) στην απεμπόληση του εσχατολογικού του οίστρου. Η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας δίνει τεράστια σημασία στη διάκριση των πνευμάτων και στην ανάγνωση των σημείων των καιρών.
   
        Η Εκκλησία ως καινός τρόπος βίωσης της μικροϊστορίας σημαίνει ότι μαθαίνει σε κάθε άνθρωπο να βλέπει τα συμβάντα της προσωπικής του ζωής διαφορετικά, να (ανα)θεωρεί τις αστοχίες (αμαρτίες) της υπαρξιακής του ιστορίας, να τέμνει ανακαινιστικά τις πιο ταπεινές λεπτομέρειες της πεζής καθημερινότητας του και να γράφει ο ίδιος την προσωπική του ιστορία ξανά απο την αρχή, χάρη στην ικανότητα του να μετανοεί, δηλαδή να αλλάζει και να καινίζει την πορεία του.
   
        Δεν υποτάσσεται τυφλά στην ανάγκη του «κατά φύσιν» και «παρά φύσιν». Αλλά στασιάζει ελεύθερα χάριν του «υπέρ φύσιν». Προσπαθεί να δεί τον Θεό μέσω του (συν)ανθρώπου του και της αγάπης προς αυτόν: «εκ του πλησίον εστί η ζωήν και ο θάνατος, εάν γαρ κερδήσωμεν τον αδελφόν, τον Θεόν κερδαίνομεν» (Γεροντικόν, (επ) Π.Β. Πάσχος, Αθήναι 1970,2).
   
        Η σχέση Εκκλησίας και θρησκείας είναι εσχατολογική και διαλεκτική. Η Εκκλησία είναι εν τω κόσμω χωρίς να είναι εκ του κόσμου. Η Εκκλησία είναι εν τη θρησκεία χωρίς να είναι εκ της θρησκείας. Η Εκκλησία έχει όση θρησκεία θέλετε (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστικισμό, θεολογία κλπ) αλλά δεν είναι θρησκεία. Η οντολογική τους διαφορά έγκειται στην τελείως διαφορετική ιεράρχηση της εσχατολογίας απο την κοσμολογία, στην προτεραιότητα της ιστορίας έναντι της φύσης.
   
        Η εσχατολογική σχέση θρησκείας-εκκλησίας διατυπώνεται αριστουργματικά την Παύλειο διαλεκτική  «αρχαίων»-«καινόν»: «εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα» (Β Κορ. 5,17). Η θρησκεία αντιπροσωπεύει τα «αρχαία» και η Εκκλησία τα «καινά» . Γι'αυτό και είναι πια ανίσχυρη οποιαδήποτε θρησκεία («περιτομή» και «ακροβυστία») και είναι αναγκαία η «καινή κτίσις» (Γαλ.6,15).
   
        Γι'αυτήν την καινή κτίση ο Σαύλος γίνεται Παύλος και ο πορθητής της Εκκλησίας αναδεικνύεται σε Απόστολο των Εθνών. Ο Παύλος δεν αλλάζει θρησκεία, αλλά εγκαταλείπει τη θρησκεία για χάρη της Εκκλησίας. Αυτό έκαναν πάντα οι Χριστιανοί, γι'αυτό επονομάσθηκαν «άθεοι» στην αυλή του Νέρωνα, γι'αυτό υπέστησαν διωγμούς. Δεν καθιέρωσαν μιάν ακόμα θρησκεία. Αλλά ως Εκκλησία αποτελούσαν άρνηση της θρησκείας και πρόσκληση σ'ενα καινούργιο όραμα της ιστορίας.

Φαινομενολογία της θρησκείας, Μάριος Μπέγζος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου