Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Paul Ricaut (Μέρος Β')

   «...Αλλά ήταν σχεδόν ο μόνος απο τους Δυτικοευρωπαίους συγγραφείς του 17ου και του 18ου αιώνα, ο οποίος έδειχνε τέτοια συμπάθεια. Οι περισσότεροι απο αυτούς πίστευαν, όπως ο Ρόμπερτ Μπάρτον, ότι οι Έλληνες «ήταν μάλλον ημιχριστιανοί παρά οτιδήποτε άλλο» ή, όπως η Λαίδη Μαίρη Γουόρτλεϋ Μόνταγκιου όσον αφορά στους ιερείς τους, ότι «κανένας ανάμεσα στους ανθρώπους δεν ηταν περισσότερο αμόρφωτος».


  
   Παραδόξως, η αδυναμία του Πατριαρχείου ενδέχεται να προσέφερε στην Εκκλησία κάποια προστασία, επειδή οι Τούρκοι όλο και περισσότερο συνήθιζαν να μεταχειρίζονται στην Εκκλησία στο σύνολο της με μια ανέμελη περιφρόνηση. Μπορεί να την υπέβαλαν σε ταπεινωτικές ταλαιπωρίες, εκβιασμούς και καταπίεση, αλλά σε άλλες εποχές την άφηναν στην ησυχία της. Ποτέ δεν ήταν επαρκώς ανήσυχοι, ώστε να λάβουν μέτρα τα οποία θα απειλούσαν την ύπαρξη της. Το μυστικό της πνεύμα μπορούσε να επιβιώσει.

     
     Αυτό το πολιτικό υπόβαθρο πρέπει να γίνει αντιληπτό και κατανοητό, πριν ασκηθεί οποιαδήποτε κριτική στην Ελληνική Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας, επειδή η συνεισφορά της στη θρησκευτική ζωή και στη θεολογική σκέψη δεν ήταν μεγάλη. Πρέπει να θυμηθούμε με πόση βαναυσότητα η δουλεία περιόριζε τη λειτουργία της. Η Εκκλησία ήταν πολύ ζωντανή μέχρι και τις τελευταίες ημέρες του ανεξάρτητου Βυζαντίου. Ανάμεσα στους ιεράρχες της, πολλοί ήταν απο τα καλύτερα μυαλά της εποχής εκείνης. Ακόμη και τον 15ο αιώνα παράγονταν θεολογικές εργασίες υψηλοτάτου επιπέδου. Οι αξιωματούχοι της μπορούσαν να συγκεντρωθούν στα του Θεού γιατί υπήρχε ένας Χριστιανός Καίσαρας για να ασχοληθεί με τα του Καίσαρος. Η άλωση της Πόλης τα άλλαξε όλα. Ο Πατριαρχης έπρεπε να γίνει κοσμικός κυβερνήτης, αλλά κυβερνήτης ενός κράτους στο οποίο δεν υπήρχε η ανώτατη βαθμίδα εξουσίας, ενός κράτους ενός άλλου κράτους, εξαρτώμενου για την ύπαρξη του απο την αβέβαιη καλή θέληση ενός ξένου και άπιστου επικυρίαρχου».

Steven Runciman

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου